εὔζυγος: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔζῠγος''': Ἐπικ. ἐΰζυγος, ον, (ζυγὸς ΙΙΙ) ἐπὶ πλοίων, ἔχων καλὰ καθίσματα, νηὸς ἐϋζύγου. κατὰ τὸν Σχολ. «εὖ συζευγνυμένης», Ὀδ. Ν. 116, Ρ. 288· ἐΰζυγον ἤλασαν Ἀργὼ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 4, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ἐΰζυγον, [[ἤγουν]] εὐκάθεδρον». | |lstext='''εὔζῠγος''': Ἐπικ. ἐΰζυγος, ον, (ζυγὸς ΙΙΙ) ἐπὶ πλοίων, ἔχων καλὰ καθίσματα, νηὸς ἐϋζύγου. κατὰ τὸν Σχολ. «εὖ συζευγνυμένης», Ὀδ. Ν. 116, Ρ. 288· ἐΰζυγον ἤλασαν Ἀργὼ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 4, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ἐΰζυγον, [[ἤγουν]] εὐκάθεδρον». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰζυγος]];<br />ος, ον :<br />(vaisseau) bien joint, bien ajusté, bien construit, <i>ou sel. d’autres</i> garni de bancs commodes pour les rameurs.<br />'''Étymologie:''' εὐζεύγνυμι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. ἐΰζῠγος, ον, (
A ζυγόν 111) of ships, well-benched, Od.13.116, 17.288, A.R.1.4; ἅρμα θαλάσσης Opp.H.1.190; εὐσδύγων prob. in Alc.Oxy.1233 Fr.4.9.
German (Pape)
[Seite 1066] ep. ἐΰζυγος, wohlgejocht, vom Schiffe, Od. 13, 116. 17, 288, festverbunden, oder mit guten Ruderbänken; Ἀργώ Ap. Rh. 1, 4, wo der Schol. εὐκάθεδρος erklärt.
Greek (Liddell-Scott)
εὔζῠγος: Ἐπικ. ἐΰζυγος, ον, (ζυγὸς ΙΙΙ) ἐπὶ πλοίων, ἔχων καλὰ καθίσματα, νηὸς ἐϋζύγου. κατὰ τὸν Σχολ. «εὖ συζευγνυμένης», Ὀδ. Ν. 116, Ρ. 288· ἐΰζυγον ἤλασαν Ἀργὼ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 4, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ἐΰζυγον, ἤγουν εὐκάθεδρον».
French (Bailly abrégé)
épq. ἐΰζυγος;
ος, ον :
(vaisseau) bien joint, bien ajusté, bien construit, ou sel. d’autres garni de bancs commodes pour les rameurs.
Étymologie: εὐζεύγνυμι.