εὐόφθαλμος: Difference between revisions
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων ὡραίους ὀφθαλμούς, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41. 2) ὁ ἔχων ὀξεῖαν ὅρασιν, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 55. ΙΙ. [[εὐάρεστος]] εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, Ἀθήν. 545Ε: - μόνον εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς [[ἀρεστός]], κατὰ τὰ φαινόμενον [[καλός]], [[εὐλογοφανής]], εὐόφθαλμον ἀκοῦσαι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 18, 16· πρβλ. [[εὐπρόσωπος]]. - Ἐπίρρ. -μως, «εὐοφθάλμως: ἀντὶ τοῦ εὐπρεπῶς, Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ ταῶν» Ἁρποκρ. | |lstext='''εὐόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων ὡραίους ὀφθαλμούς, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41. 2) ὁ ἔχων ὀξεῖαν ὅρασιν, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 55. ΙΙ. [[εὐάρεστος]] εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, Ἀθήν. 545Ε: - μόνον εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς [[ἀρεστός]], κατὰ τὰ φαινόμενον [[καλός]], [[εὐλογοφανής]], εὐόφθαλμον ἀκοῦσαι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 18, 16· πρβλ. [[εὐπρόσωπος]]. - Ἐπίρρ. -μως, «εὐοφθάλμως: ἀντὶ τοῦ εὐπρεπῶς, Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ ταῶν» Ἁρποκρ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a de beaux yeux;<br /><b>2</b> qui a de bons yeux;<br /><i>Cp.</i> εὐοφθαλμότερος, <i>Sp.</i> εὐοφθαλμότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὀφθαλμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A with beautiful eyes, X.Cyr.8.1.41 (Comp.), BGU 316.14 (iv A.D.). 2 keen-eyed, X.Smp.5.5 (Sup.). II pleasing to the eye, Aristox.Fr.Hist.15, Cat.Cod.Astr.8(4).240: metaph., fair only to the eye, specious, εὐόφθαλμον ἀκοῦσαι μόνον Arist.Pol.1268b24. Adv. -μως Antipho Fr.59.
German (Pape)
[Seite 1085] mit guten, schönen Augen, compar., Xen. Cyr. 8, 1, 41; καρκίνον εὐοφθαλμότατον εἶναι τῶν ζῴων Conv. 5, 5; – gut für's Auge, dem Auge wohlthuend, Ath. XII, 545 e u. Sp.; übertr. εὐόφθαλμον ἀκοῦσαι, was sich wohl hören läßt, Arist. pol. 2, 8 M. – Das adv. εὐοφθάλμως citirt Harpocr. 13, 15 aus Antiph. u. erkl. εὐπρεπῶς.
Greek (Liddell-Scott)
εὐόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων ὡραίους ὀφθαλμούς, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41. 2) ὁ ἔχων ὀξεῖαν ὅρασιν, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 55. ΙΙ. εὐάρεστος εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, Ἀθήν. 545Ε: - μόνον εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀρεστός, κατὰ τὰ φαινόμενον καλός, εὐλογοφανής, εὐόφθαλμον ἀκοῦσαι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 18, 16· πρβλ. εὐπρόσωπος. - Ἐπίρρ. -μως, «εὐοφθάλμως: ἀντὶ τοῦ εὐπρεπῶς, Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ ταῶν» Ἁρποκρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a de beaux yeux;
2 qui a de bons yeux;
Cp. εὐοφθαλμότερος, Sp. εὐοφθαλμότατος.
Étymologie: εὖ, ὀφθαλμός.