εὐφορία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐφορία''': ἡ, ἡ [[δύναμις]] τοῦ φέρειν ῥᾳδίως, Ἱππ. π. Ἀγμ. 775. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[ἄφθονος]] [[παραγωγή]], [[εὐφορία]] καρπῶν, οἴνου Ξεναγ. παρὰ Μακροβ. 5. 19, Ἀλκίφρων. 1. 24· ἐλαίου Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 60. ΙΙΙ. [[δεξιότης]], ταχυχειρίαν, εὐποδίαν, εὐφορίαν, ἰσοφορίαν [[Πολυδ]]. Δ΄, 97.
|lstext='''εὐφορία''': ἡ, ἡ [[δύναμις]] τοῦ φέρειν ῥᾳδίως, Ἱππ. π. Ἀγμ. 775. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[ἄφθονος]] [[παραγωγή]], [[εὐφορία]] καρπῶν, οἴνου Ξεναγ. παρὰ Μακροβ. 5. 19, Ἀλκίφρων. 1. 24· ἐλαίου Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 60. ΙΙΙ. [[δεξιότης]], ταχυχειρίαν, εὐποδίαν, εὐφορίαν, ἰσοφορίαν [[Πολυδ]]. Δ΄, 97.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> force de porter <i>ou</i> supporter;<br /><b>2</b> fertilité, fécondité, abondance.<br />'''Étymologie:''' [[εὔφορος]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφορία Medium diacritics: εὐφορία Low diacritics: ευφορία Capitals: ΕΥΦΟΡΙΑ
Transliteration A: euphoría Transliteration B: euphoria Transliteration C: efforia Beta Code: eu)fori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A power of enduring easily, Hp.Fract.35; contentment, Phld.Lib.p.17 O.    2 sense of well-being in disease, τοῦ νοσοῦντος Herod.Med. in Rh.Mus.58.106, cf. Gal.11.10, 14.615, Orib.Syn.6.6.    II fertility, Ph.2.57, al.: in pl., γαστέρων εὐφορίαι Hp.Epid.6.7.2; periods of productivity, Chrysipp.Stoic.2.337; ψυχῶν εὐφορίαι ibid.; abundant produce, καρπῶν, οἴνου, Xenag.3, Alciphr. 1.24; ἐλαίου IG22.1100.59; σίτου Ἀρχ. Ἐφ. 1913.7 (Nisyros, iii B. C.).    III grace of movement, in dancing, Poll.4.97.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφορία: ἡ, ἡ δύναμις τοῦ φέρειν ῥᾳδίως, Ἱππ. π. Ἀγμ. 775. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἄφθονος παραγωγή, εὐφορία καρπῶν, οἴνου Ξεναγ. παρὰ Μακροβ. 5. 19, Ἀλκίφρων. 1. 24· ἐλαίου Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 60. ΙΙΙ. δεξιότης, ταχυχειρίαν, εὐποδίαν, εὐφορίαν, ἰσοφορίαν Πολυδ. Δ΄, 97.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 force de porter ou supporter;
2 fertilité, fécondité, abondance.
Étymologie: εὔφορος.