εὔπλοια: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔπλοια''': ποιητ. εὐπλοΐη, ἡ, καλὸς [[πλοῦς]], καλὸν [[ταξείδιον]], εἰ δέ κεν εὐπλοίην δώῃ... [[ἐννοσίγαιος]] Ἰλ. Ι. 362· εὔπλοιαν ἔπραξαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 1046· εὐπλοίας τυχὼν Σοφ. Ο. Τ. 423, κτλ. Τὸν τύπον εὐπλοΐη ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Ἀνθ. Π. 9. 9 καὶ 107, παράρτ. 283, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν Ἰλ. (ἀλλὰ νεώτεραί τινες ἐκδόσεις ἔχουσιν εὐπλοΐην). ΙΙ. Εὔπλοια, ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 4443. | |lstext='''εὔπλοια''': ποιητ. εὐπλοΐη, ἡ, καλὸς [[πλοῦς]], καλὸν [[ταξείδιον]], εἰ δέ κεν εὐπλοίην δώῃ... [[ἐννοσίγαιος]] Ἰλ. Ι. 362· εὔπλοιαν ἔπραξαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 1046· εὐπλοίας τυχὼν Σοφ. Ο. Τ. 423, κτλ. Τὸν τύπον εὐπλοΐη ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]] ἐν Ἀνθ. Π. 9. 9 καὶ 107, παράρτ. 283, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν Ἰλ. (ἀλλὰ νεώτεραί τινες ἐκδόσεις ἔχουσιν εὐπλοΐην). ΙΙ. Εὔπλοια, ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 4443. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />heureuse navigation.<br />'''Étymologie:''' [[εὔπλοος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. εὐ-οΐη, ἡ,
A a fair voyage, εἰ δέ κεν εὐπλοίην δώῃ . . ἐννοσίγαιος Il.9.362; εὔπλοιαν ἔπραξαν A.Supp. 1045 (lyr.); εὐπλοίας τυχών S.OT423, etc. (εὐπλοΐη is required by the metre in AP9.9 (Polyaen.), 107 (Leon. or Antip. Thess.), BMus.Inscr.1012 (Chalcedon); εὐπλωΐα Cat.Cod.Astr.2.169.) II Εὔπλοια, a name of Aphrodite, IGRom.3.921 (Cilicia), IPE1.94 (Olbia), Paus.1.1.3; on a lamp dedicated to Helioserapis, IG14.2405.48 (Puteoli). III dub. sens. in PCair.Zen.15r.40 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1089] ἡ, ion. u. ep. εὐπλοίη, auch εὐπλοΐη, Polyaen. 2 (IX, 9), gute, glückliche Schifffahrt, Il. 9, 362; Aesch. Suppl. 1030; Soph. Phil. 1451 O. R. 423; Ep. ad. 203 (App. 283); auch in sp. Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπλοια: ποιητ. εὐπλοΐη, ἡ, καλὸς πλοῦς, καλὸν ταξείδιον, εἰ δέ κεν εὐπλοίην δώῃ... ἐννοσίγαιος Ἰλ. Ι. 362· εὔπλοιαν ἔπραξαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 1046· εὐπλοίας τυχὼν Σοφ. Ο. Τ. 423, κτλ. Τὸν τύπον εὐπλοΐη ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Ἀνθ. Π. 9. 9 καὶ 107, παράρτ. 283, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν Ἰλ. (ἀλλὰ νεώτεραί τινες ἐκδόσεις ἔχουσιν εὐπλοΐην). ΙΙ. Εὔπλοια, ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 4443.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
heureuse navigation.
Étymologie: εὔπλοος.