εὔφθογγος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔφθογγος''': ὁ εὖ φθεγγόμενος, [[καλῶς]] ἠχῶν. εὔφθογγοι χοροὶ λύρην ὀχέων Θέογν. 534· κελάδους εὐφθογγοτέρους Αἰσχύλ. Χο. 341· συρίγγων εὐφθόγγῳ φωνᾷ Εὐρ. Τρῳ. 127· ἔχων γλυκεῖαν φωνήν, ἐπὶ πτηνῶν, ἐν τῷ Ὑπερθ., Στράβ. 718, πρβλ. 260.
|lstext='''εὔφθογγος''': ὁ εὖ φθεγγόμενος, [[καλῶς]] ἠχῶν. εὔφθογγοι χοροὶ λύρην ὀχέων Θέογν. 534· κελάδους εὐφθογγοτέρους Αἰσχύλ. Χο. 341· συρίγγων εὐφθόγγῳ φωνᾷ Εὐρ. Τρῳ. 127· ἔχων γλυκεῖαν φωνήν, ἐπὶ πτηνῶν, ἐν τῷ Ὑπερθ., Στράβ. 718, πρβλ. 260.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui résonne agréablement, harmonieux;<br /><i>Cp.</i> εὐφθογγότερος, <i>Sp.</i> εὐφθογγότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], φθέγγω.
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔφθογγος Medium diacritics: εὔφθογγος Low diacritics: εύφθογγος Capitals: ΕΥΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: eúphthongos Transliteration B: euphthongos Transliteration C: eyfthoggos Beta Code: eu)/fqoggos

English (LSJ)

ον,

   A wellsounding, cheerful, λύρη Thgn.534; κελάδους -οτέρους A.Ch.341 (anap.); σύριγγες E.Tr.127 (lyr.); sweet-voiced, of birds, Str.15.1.69: Sup., Id.6.1.9.

German (Pape)

[Seite 1106] wohltönend, κέλαδοι εὐφθογγότεροι Aesch. Ch. 341; συρίγγων εὐφθόγγῳ φωνᾷ Eur. Tread. 127; sp. D., auch Strab. XV, 718; τὰ εὐφθογγότατα τῶν ζῴων 6, 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

εὔφθογγος: ὁ εὖ φθεγγόμενος, καλῶς ἠχῶν. εὔφθογγοι χοροὶ λύρην ὀχέων Θέογν. 534· κελάδους εὐφθογγοτέρους Αἰσχύλ. Χο. 341· συρίγγων εὐφθόγγῳ φωνᾷ Εὐρ. Τρῳ. 127· ἔχων γλυκεῖαν φωνήν, ἐπὶ πτηνῶν, ἐν τῷ Ὑπερθ., Στράβ. 718, πρβλ. 260.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne agréablement, harmonieux;
Cp. εὐφθογγότερος, Sp. εὐφθογγότατος.
Étymologie: εὖ, φθέγγω.