ἡμιπέλεκκον: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμιπέλεκκον''': (κ διπλοῦν [[χάριν]] τοῦ μέτρου), τό, [[ἥμισυς]] [[πέλεκυς]], [[μονόστομος]], ἐπειδή ο [[κυρίως]] [[πέλεκυς]] ἦτο δίστομος, Ἰλ. Ψ. 851, 858, 883.
|lstext='''ἡμιπέλεκκον''': (κ διπλοῦν [[χάριν]] τοῦ μέτρου), τό, [[ἥμισυς]] [[πέλεκυς]], [[μονόστομος]], ἐπειδή ο [[κυρίως]] [[πέλεκυς]] ἦτο δίστομος, Ἰλ. Ψ. 851, 858, 883.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />hache à un seul tranchant.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[πέλεκυς]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιπέλεκκον Medium diacritics: ἡμιπέλεκκον Low diacritics: ημιπέλεκκον Capitals: ΗΜΙΠΕΛΕΚΚΟΝ
Transliteration A: hēmipélekkon Transliteration B: hēmipelekkon Transliteration C: imipelekkon Beta Code: h(mipe/lekkon

English (LSJ)

τό,

   A half-axe, i.e. one-edged axe (the πέλεκυς being double-edged), Il.23.851,858,883.

German (Pape)

[Seite 1169] τό (πέλεκυς), Halbaxt, die nur auf einer Seite eine Schneide hat, Il. 23, 851. 858. 883.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιπέλεκκον: (κ διπλοῦν χάριν τοῦ μέτρου), τό, ἥμισυς πέλεκυς, μονόστομος, ἐπειδή ο κυρίως πέλεκυς ἦτο δίστομος, Ἰλ. Ψ. 851, 858, 883.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
hache à un seul tranchant.
Étymologie: ἡμι-, πέλεκυς.