ἠπειρωτικός: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠπειρωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἠπειρώτην, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. - Ἐπίρρ. -ῶς, Συνέσ. σ. 111. ΙΙ. ἐκ τῆς Ἠπείρου, πᾶν τὸ Ἠπειρωτικόν Θουκ. 3. 102, κλπ. | |lstext='''ἠπειρωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἠπειρώτην, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. - Ἐπίρρ. -ῶς, Συνέσ. σ. 111. ΙΙ. ἐκ τῆς Ἠπείρου, πᾶν τὸ Ἠπειρωτικόν Θουκ. 3. 102, κλπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />du continent.<br />'''Étymologie:''' [[ἠπειρώτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A continental, ἔθνη X.HG6.1.12, Arist.Pol.1338b22. 2 of a landsman, βίος Max. Tyr.19.7, cf. 8.9, al. II of Epirus, πᾶν τὸ Ἠπειρωτικόν Th.3.102; Ἠ. [μῆλα] Dsc. 1.115.
German (Pape)
[Seite 1174] auf dem Festlande, ἔθνη, Ggstz Inselbewohner, Xen. Hell. 6, 1, 4. – Adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπειρωτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἠπειρώτην, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. - Ἐπίρρ. -ῶς, Συνέσ. σ. 111. ΙΙ. ἐκ τῆς Ἠπείρου, πᾶν τὸ Ἠπειρωτικόν Θουκ. 3. 102, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du continent.
Étymologie: ἠπειρώτης.