ζῦθος: Difference between revisions
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζῦθος''': -ου, ὁ, ἢ -εος, τό, (ἴδε ζέω) [[εἶδος]] αἰγυπτιακοῦ ζύθου, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 11, 2, Διοσκ. 2. 109, Στράβ. 799, Διόδ. 1. 34, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 77· δοτ. ζύτῳ (οὕτω) ἐν Αἰθιοπικῇ τινι ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 16. 2) ὁ [[ζῦθος]] τῶν βορείων ἐθνῶν, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 152C, Στράβ. 155· ἴδε [[κοῦρμι]]. | |lstext='''ζῦθος''': -ου, ὁ, ἢ -εος, τό, (ἴδε ζέω) [[εἶδος]] αἰγυπτιακοῦ ζύθου, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 11, 2, Διοσκ. 2. 109, Στράβ. 799, Διόδ. 1. 34, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 77· δοτ. ζύτῳ (οὕτω) ἐν Αἰθιοπικῇ τινι ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 16. 2) ὁ [[ζῦθος]] τῶν βορείων ἐθνῶν, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 152C, Στράβ. 155· ἴδε [[κοῦρμι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />bière.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt à l’égyptien, pê mot grec apparenté à [[ζύμη]].<br /><span class="bld">2</span>ους (τό) :<br /><i>c.</i> [[ζῦθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ (also -εος, τό, Thphr. (v. infr.), D.S. (v. infr.)), an Egyptian kind of
A beer, brewed with barley, Thphr.CP6.11.2, Dsc.2.87, Str.17.1.14, D.S.1.34, etc.; cf. ζῦτος. 2 beer of northern nations, Posidon.15J., Str.3.3.7, D.S.5.26. (The word was used in Egypt acc. to Thphr. l.c., etc.: written ζυτο- (q. v.) in the older Pap.: freq. accented ζύθος in codd., but ζῦθος Phot., ζῡ- in verse, Poet. ap. D.Chr.32.82, Colum.10.116.)
Greek (Liddell-Scott)
ζῦθος: -ου, ὁ, ἢ -εος, τό, (ἴδε ζέω) εἶδος αἰγυπτιακοῦ ζύθου, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 11, 2, Διοσκ. 2. 109, Στράβ. 799, Διόδ. 1. 34, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 77· δοτ. ζύτῳ (οὕτω) ἐν Αἰθιοπικῇ τινι ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 16. 2) ὁ ζῦθος τῶν βορείων ἐθνῶν, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 152C, Στράβ. 155· ἴδε κοῦρμι.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
bière.
Étymologie: DELG pê emprunt à l’égyptien, pê mot grec apparenté à ζύμη.
2ους (τό) :
c. ζῦθος.