θεοβλάβεια: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεοβλάβεια''': ἡ, ἡ [[κατάστασις]] ἢ διαγωγὴ θεοβλᾰβοῦς, [[τύφλωσις]] τῶν φρενῶν, [[παραφροσύνη]] προερχομένη ἐκ θεοῦ, πρβλ. ἄτη, Αἰσχίν. 72. 32, Διον. Ἁλ. 1. 24, Δίων Κ. 44, 8 (κοινῶς -ία). | |lstext='''θεοβλάβεια''': ἡ, ἡ [[κατάστασις]] ἢ διαγωγὴ θεοβλᾰβοῦς, [[τύφλωσις]] τῶν φρενῶν, [[παραφροσύνη]] προερχομένη ἐκ θεοῦ, πρβλ. ἄτη, Αἰσχίν. 72. 32, Διον. Ἁλ. 1. 24, Δίων Κ. 44, 8 (κοινῶς -ία). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />démence envoyée par la divinité.<br />'''Étymologie:''' [[θεοβλαβής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
[βλᾰ], ἡ,
A infatuation sent by the gods, madness, Aeschin. 3.133, D.H.1.24, D.C.44.8 (-ία codd.).
German (Pape)
[Seite 1195] ἡ, Zustand eines θεοβλαβής, Geistesverwirrtheit; neben ἀφροσύνη Aesch. 3, 133; Sp., οἴστρῳ καὶ θεοβλαβείᾳ D. Hal. 6, 48; falsch θεοβλαβία D. Cass. 44, 8.
Greek (Liddell-Scott)
θεοβλάβεια: ἡ, ἡ κατάστασις ἢ διαγωγὴ θεοβλᾰβοῦς, τύφλωσις τῶν φρενῶν, παραφροσύνη προερχομένη ἐκ θεοῦ, πρβλ. ἄτη, Αἰσχίν. 72. 32, Διον. Ἁλ. 1. 24, Δίων Κ. 44, 8 (κοινῶς -ία).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
démence envoyée par la divinité.
Étymologie: θεοβλαβής.