θυμίτης: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῠμίτης''': ῑ, ου, ὁ, ([[θύμος]]) παρεσκευασμένος ἢ μεμιγμένος [[μετὰ]] θύμου, ἅλες θυμῖται Ἀριστοφ. Ἀχ. 1099˙ [[οὕτως]], [[αὐτόθι]] 772, περὶ θυμῑτιδᾶν ἁλῶν, ἐξ ὀνομαστ. Θυμιτίδης, ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ˙ [[οἶνος]] Διοσκ. 5. 59.
|lstext='''θῠμίτης''': ῑ, ου, ὁ, ([[θύμος]]) παρεσκευασμένος ἢ μεμιγμένος [[μετὰ]] θύμου, ἅλες θυμῖται Ἀριστοφ. Ἀχ. 1099˙ [[οὕτως]], [[αὐτόθι]] 772, περὶ θυμῑτιδᾶν ἁλῶν, ἐξ ὀνομαστ. Θυμιτίδης, ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ˙ [[οἶνος]] Διοσκ. 5. 59.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />préparé avec du thym ; [[θυμίτης]] [[οἶνος]] vin aromatisé de thym.<br />'''Étymologie:''' [[θύμος]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠμίτης Medium diacritics: θυμίτης Low diacritics: θυμίτης Capitals: ΘΥΜΙΤΗΣ
Transliteration A: thymítēs Transliteration B: thymitēs Transliteration C: thymitis Beta Code: qumi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (θύμον)

   A flavoured with thyme, ἅλες Ar.Ach.1099; οἶνος Dsc.5.49.

Greek (Liddell-Scott)

θῠμίτης: ῑ, ου, ὁ, (θύμος) παρεσκευασμένος ἢ μεμιγμένος μετὰ θύμου, ἅλες θυμῖται Ἀριστοφ. Ἀχ. 1099˙ οὕτως, αὐτόθι 772, περὶ θυμῑτιδᾶν ἁλῶν, ἐξ ὀνομαστ. Θυμιτίδης, ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ˙ οἶνος Διοσκ. 5. 59.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
préparé avec du thym ; θυμίτης οἶνος vin aromatisé de thym.
Étymologie: θύμος.