ἱστορέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαθῇ γὰρ μοίρᾳ ἄξεσθε ἡσυχίαν → for with good fortune you will live in peace

Source
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱστορέω''': ([[ἵστωρ]]) ἐρευνῶ, [[ἐξετάζω]] τι, [[μανθάνω]] ἐρευνῶν ἢ ἐξετάζων, τι Ἡρόδ. 2. 113, Αἰσχύλ. Πρ. 632, Σοφ. Ο. Τ. 1156, κτλ.· [[περί]] τινος Πολύβ. 3. 48, 12· - [[ἐξετάζω]], παρατηρῶ, χώραν, πόλιν Πλουτ. Θησ. 30, Πομπ. 40· τὴν σύνεσίν τινος ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 2, κτλ: - [[μετὰ]] σημασ. πρκμ., κακῶς τὸ μέλλον ἱστορῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 454, Εὐμ. 455. 2) μετ’ αἰτ. προσώπου, [[ἐξετάζω]] ἢ ἐρωτῶ, ἱστορέων αὐτοὺς ἥντινα δύναμιν ἔχει ὁ [[Νεῖλος]] Ἡρόδ. 2. 19, πρβλ. 3. 77· ζητῶ πληροφορίας, ἐρωτῶ, ἀλλ’ ἱστορήσω Φοῖβον εἰσελθὼν δόμους Εὐρ. Ἴων 1547. - Παθ., ἐρωτῶμαι, κληθέντας ἱστορέεσθαι εἰ... Ἡρόδ. 1. 24· ἱστορούμενος Σοφ. Τρ. 415, Εὐρ. Ἑλ. 1371. β) ἐρωτῶ [[περί]] τινος, Αἴγισθον ἔνθ’ ᾤηκεν ἱστορῶ Σοφ. Ἠλ. 1101, πρβλ. Ο. Τ. 1150, 1156, Εὐρ. Ὀρ. 380, Τρῳ. 261, 3) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος, Εὐρ. Φοίν. 621, Λυκόφρ. 1. 4) ἀπολ., [[ἐξετάζω]], ἐρωτῶ, [[συχν]]. παρ’ Ἡρόδ., ἀκοῇ ἱστ. 2. 29· ἰδίως κατὰ μετοχ., ἱστορέων εὕρισκε 1. 56, πρβλ. 2. 29, κλ.· οὔθ’ ὁρῶν οὐθ’ ἱστορῶν σοφ. Ο. Τ. 1484· ἑπομένου ἀναφορικοῦ, ἱστόρεόν τε ὅτεῳ τρόπῳ περιγένοιτο Ἡρόδ. 1. 122. ΙΙ. διὰ γραπτοῦ λόγου διηγοῦμαι ὅ τι ἔμαθον, ἐξιστορῶ, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 3, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 1, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 7, κτλ. - Παθ., ἱστορεῖται περὶ Γοργοῦς τάδε Πλούτ. 2. 227Ε, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κικ. 1· πρβλ. [[ἱστορία]] ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν τῷ Παθ., παριστάνομαι ὡς, «καὶ [[Ἀπολλόδωρος]] δ’ εἴρηκεν ἐκ τῆς Βοιωτίας ἐπελθόντας Ὕαντας ἱστορεῖσθαι καὶ ἐποίκους τοῖς Αἰτωλοῖς γενομένους» Στράβ. 464· - καὶ παρὰ Βυζ., παριστάνομαι διὰ τῆς ζωγραφικῆς, ζωγραφοῦμαι, Σουΐδ. ἐν λ. ἱστορημέναι, μεθ’ ἑρμηνείας «πρὸς θέαν ἱστάμεναι», πρβλ. καὶ τὸ [[τροπάριον]]: «ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν...» κτλ.
|lstext='''ἱστορέω''': ([[ἵστωρ]]) ἐρευνῶ, [[ἐξετάζω]] τι, [[μανθάνω]] ἐρευνῶν ἢ ἐξετάζων, τι Ἡρόδ. 2. 113, Αἰσχύλ. Πρ. 632, Σοφ. Ο. Τ. 1156, κτλ.· [[περί]] τινος Πολύβ. 3. 48, 12· - [[ἐξετάζω]], παρατηρῶ, χώραν, πόλιν Πλουτ. Θησ. 30, Πομπ. 40· τὴν σύνεσίν τινος ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 2, κτλ: - [[μετὰ]] σημασ. πρκμ., κακῶς τὸ μέλλον ἱστορῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 454, Εὐμ. 455. 2) μετ’ αἰτ. προσώπου, [[ἐξετάζω]] ἢ ἐρωτῶ, ἱστορέων αὐτοὺς ἥντινα δύναμιν ἔχει ὁ [[Νεῖλος]] Ἡρόδ. 2. 19, πρβλ. 3. 77· ζητῶ πληροφορίας, ἐρωτῶ, ἀλλ’ ἱστορήσω Φοῖβον εἰσελθὼν δόμους Εὐρ. Ἴων 1547. - Παθ., ἐρωτῶμαι, κληθέντας ἱστορέεσθαι εἰ... Ἡρόδ. 1. 24· ἱστορούμενος Σοφ. Τρ. 415, Εὐρ. Ἑλ. 1371. β) ἐρωτῶ [[περί]] τινος, Αἴγισθον ἔνθ’ ᾤηκεν ἱστορῶ Σοφ. Ἠλ. 1101, πρβλ. Ο. Τ. 1150, 1156, Εὐρ. Ὀρ. 380, Τρῳ. 261, 3) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος, Εὐρ. Φοίν. 621, Λυκόφρ. 1. 4) ἀπολ., [[ἐξετάζω]], ἐρωτῶ, [[συχν]]. παρ’ Ἡρόδ., ἀκοῇ ἱστ. 2. 29· ἰδίως κατὰ μετοχ., ἱστορέων εὕρισκε 1. 56, πρβλ. 2. 29, κλ.· οὔθ’ ὁρῶν οὐθ’ ἱστορῶν σοφ. Ο. Τ. 1484· ἑπομένου ἀναφορικοῦ, ἱστόρεόν τε ὅτεῳ τρόπῳ περιγένοιτο Ἡρόδ. 1. 122. ΙΙ. διὰ γραπτοῦ λόγου διηγοῦμαι ὅ τι ἔμαθον, ἐξιστορῶ, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 3, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 1, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 7, κτλ. - Παθ., ἱστορεῖται περὶ Γοργοῦς τάδε Πλούτ. 2. 227Ε, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κικ. 1· πρβλ. [[ἱστορία]] ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν τῷ Παθ., παριστάνομαι ὡς, «καὶ [[Ἀπολλόδωρος]] δ’ εἴρηκεν ἐκ τῆς Βοιωτίας ἐπελθόντας Ὕαντας ἱστορεῖσθαι καὶ ἐποίκους τοῖς Αἰτωλοῖς γενομένους» Στράβ. 464· - καὶ παρὰ Βυζ., παριστάνομαι διὰ τῆς ζωγραφικῆς, ζωγραφοῦμαι, Σουΐδ. ἐν λ. ἱστορημέναι, μεθ’ ἑρμηνείας «πρὸς θέαν ἱστάμεναι», πρβλ. καὶ τὸ [[τροπάριον]]: «ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν...» κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἱστορήσω, <i>ao.</i> ἱστόρησα, <i>pf.</i> ἱστόρηκα;<br /><b>I.</b> chercher à savoir, acc. ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> rechercher ; visiter, examiner, observer, explorer;<br /><b>2</b> questionner, interroger : τινα, qqn ; [[τι]], s’informer de qch;<br /><b>3</b> savoir, connaître, acc.;<br /><b>II.</b> rapporter verbalement <i>ou</i> par écrit ce qu’on sait, raconter, décrire, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἱστορέομαι-οῦμαι questionner, interroger.<br />'''Étymologie:''' [[ἵστωρ]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστορέω Medium diacritics: ἱστορέω Low diacritics: ιστορέω Capitals: ΙΣΤΟΡΕΩ
Transliteration A: historéō Transliteration B: historeō Transliteration C: istoreo Beta Code: i(store/w

English (LSJ)

(ἵστωρ)

   A inquire into or about a thing, τι Hdt.2.113, A. Pr.632, etc.; περί τινος Plb.3.48.12; also, inquire about a person, τινα S.OT1150, 1156; ὅδ' εἴμ' Ὀρέστης . . ὃν ἱστορεῖς E.Or.380, cf. Tr.261: folld. by relat. clause, Αἴγισθον ἔνθ' ᾤκηκεν ἱστορῶ S.El. 1101.    2 examine, observe, χώραν, πόλιν, Plu.Thes.30, Pomp.40, cf. J.AJ1.11.4; τὴν τοῦ Μέμνονος [σύριγγα] OGI694.7; τὴν σύνεσίν τινος Plu.Cic.2, etc.; τινὰς ἀπολουμένους Gal.11.109: hence, to be informed about, know, κακῶς τὸ μέλλον ἱστορῶν A.Pers.454; πατέρα ἱστορεῖς καλῶς Id.Eu.455, cf. Hp.Praec.12: metaph., εἴ τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῖ βλέποντα has news of him, A.Ag.676: folld. by relat., τὴν πορείαν ἱστορῶν, ὡς δυσδίοδος ὑπάρχει Plb.3.61.3; read in history, Id.1.63.7.    2 c. acc. pers., inquire of, ask, ἱστορέων αὐτοὺς ἥντινα δύναμιν ἔχει ὁ Νεῖλος Hdt.2.19, cf. 3.77; inquire of an oracle, E.Ion 1547; visit a person for the purpose of inquiry, Κηφᾶν Ep.Gal.1.18:— Pass., to be questioned, κληθέντας ἱστορέεσθαι εἰ . . Hdt.1.24; ἱστορούμενος S.Tr.415, E.Hel.1371.    b c. dupl.acc., inquire of one about a thing, τί μ' ἱστορεῖς τόδε Id.Ph.621, cf. Lyc.1.    4 abs., inquire, ἀκοῆ ἱ. Hdt.2.29, etc.; esp. in part., ἱστορέων εὕρισκε Id.1.56, etc.; οὔθ' ὁρῶν οὔθ' ἱστορῶν S.OT1484; folld. by a relat. word, ἱστόρεόν τε ὅτεῳ τρόπῳ περιγένοιτο Hdt.1.122.    II give an account of what one has learnt, record, τοὺς βίους τῶν χερσαίων Thphr.HP4.13.1, cf. Luc. Hist.Conscr.7, etc.; ἱστοροῦσί τινες . . it is stated that . ., Dsc.4.75, etc.:—freq. in Pass., ὁ καρπὸς . . ἐπιλημπτικοὺς ἱστορεῖται ὠφελεῖν Id.1.83; περί τινος ἱστορεῖται διότι Phld.Mus.p.18K.; ἱστορεῖται περὶ Γοργοῦς τοιοῦτον Plu.2.227e, cf. Id.Cic.1, Ael.Tact.34.3, etc.; Ἀπολλόδωρος εἴρηκεν ἀπελθόντας Ὕαντας ἱστορεῖσθαι are represented as having gone, Str.10.3.4; τῶν ἱστορουμένων οὐδενὸς ἧττον πολυπράγμων the most in dustrious person on record, Phld.Mus.p.108K.

German (Pape)

[Seite 1271] (ἵστωρ), durch eigene Anschauung oder Nachfrage erfahren, durch die Sinne wahrnehmen, erforschen, in Erfahrung bringen; τὴν τῆσδε πρῶτον ἱστορήσωμεν νόσον Aesch. Prom. 635; οὔθ' ὁρῶν οὔθ' ἱστορῶν Soph. O. R. 1484; εἴ τι χρῄζεις ἱστορεῖν Tr. 396, öfter; wissen, κακῶς τὸ μέλλον Aesch. Pers. 446; Eum. 433; fragen, τόλμησον εἰπεῖν ὅ σ' ἱστορῶ Soph. Tr. 403; πρὸς τί δ' ἱστορεῖς; 417; εἴμ' Ὀρέστης ὃν ἱστορεῖς, nach dem du fragst, Eur. Or. 380; τίν' ἱστορεῖς; Troad. 262; ἱστοροῦντί μοι σημήνατε Andr. 1047; sp. D., wie Lycophr. 1 ἅ μ' ἱστορεῖς, Schol. ἀνερωτᾷς; – ἱστορέων εὕρισκε, nachforschend fand er, Her. 1, 56; ἱστορέων ὅτῳ τρόπῳ περιγένοιτο 1, 222, vgl. 2, 34. 6, 192; τινά, Jem. befragen, 2, 19. 3, 77; ἀκοῇ ἱστορέων 2, 29; auch einmal im med., 1, 24; περί τινος, Pol. 3, 48, 12 u. Sp.; ἱστορῆσαι τὴν χώραν, das Land besehen, bereisen u. erforschen, Plut. Thes. 30; Pomp. 40; – erzählen, was man erfahren od. erforscht hat, erwähnen, τὸν παῖδ' ἔδωκας τῷδ' ὃν οὗτος ἱστορεῖ Soph. O. R. 1156, πρὸς τί τοῦτο τοὔπος ἱστορεῖς 1144, in späterer Prosa üblicher; – als Kundiger, Wohlunterrichteter ein Zeugniß für eine Sache ablegen, daß sie sich so verhalte.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστορέω: (ἵστωρ) ἐρευνῶ, ἐξετάζω τι, μανθάνω ἐρευνῶν ἢ ἐξετάζων, τι Ἡρόδ. 2. 113, Αἰσχύλ. Πρ. 632, Σοφ. Ο. Τ. 1156, κτλ.· περί τινος Πολύβ. 3. 48, 12· - ἐξετάζω, παρατηρῶ, χώραν, πόλιν Πλουτ. Θησ. 30, Πομπ. 40· τὴν σύνεσίν τινος ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 2, κτλ: - μετὰ σημασ. πρκμ., κακῶς τὸ μέλλον ἱστορῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 454, Εὐμ. 455. 2) μετ’ αἰτ. προσώπου, ἐξετάζω ἢ ἐρωτῶ, ἱστορέων αὐτοὺς ἥντινα δύναμιν ἔχει ὁ Νεῖλος Ἡρόδ. 2. 19, πρβλ. 3. 77· ζητῶ πληροφορίας, ἐρωτῶ, ἀλλ’ ἱστορήσω Φοῖβον εἰσελθὼν δόμους Εὐρ. Ἴων 1547. - Παθ., ἐρωτῶμαι, κληθέντας ἱστορέεσθαι εἰ... Ἡρόδ. 1. 24· ἱστορούμενος Σοφ. Τρ. 415, Εὐρ. Ἑλ. 1371. β) ἐρωτῶ περί τινος, Αἴγισθον ἔνθ’ ᾤηκεν ἱστορῶ Σοφ. Ἠλ. 1101, πρβλ. Ο. Τ. 1150, 1156, Εὐρ. Ὀρ. 380, Τρῳ. 261, 3) μετὰ διπλῆς αἰτ., ἐρωτῶ τινα περί τινος, Εὐρ. Φοίν. 621, Λυκόφρ. 1. 4) ἀπολ., ἐξετάζω, ἐρωτῶ, συχν. παρ’ Ἡρόδ., ἀκοῇ ἱστ. 2. 29· ἰδίως κατὰ μετοχ., ἱστορέων εὕρισκε 1. 56, πρβλ. 2. 29, κλ.· οὔθ’ ὁρῶν οὐθ’ ἱστορῶν σοφ. Ο. Τ. 1484· ἑπομένου ἀναφορικοῦ, ἱστόρεόν τε ὅτεῳ τρόπῳ περιγένοιτο Ἡρόδ. 1. 122. ΙΙ. διὰ γραπτοῦ λόγου διηγοῦμαι ὅ τι ἔμαθον, ἐξιστορῶ, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 3, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 1, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 7, κτλ. - Παθ., ἱστορεῖται περὶ Γοργοῦς τάδε Πλούτ. 2. 227Ε, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κικ. 1· πρβλ. ἱστορία ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν τῷ Παθ., παριστάνομαι ὡς, «καὶ Ἀπολλόδωρος δ’ εἴρηκεν ἐκ τῆς Βοιωτίας ἐπελθόντας Ὕαντας ἱστορεῖσθαι καὶ ἐποίκους τοῖς Αἰτωλοῖς γενομένους» Στράβ. 464· - καὶ παρὰ Βυζ., παριστάνομαι διὰ τῆς ζωγραφικῆς, ζωγραφοῦμαι, Σουΐδ. ἐν λ. ἱστορημέναι, μεθ’ ἑρμηνείας «πρὸς θέαν ἱστάμεναι», πρβλ. καὶ τὸ τροπάριον: «ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν...» κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἱστορήσω, ao. ἱστόρησα, pf. ἱστόρηκα;
I. chercher à savoir, acc. ; p. suite :
1 rechercher ; visiter, examiner, observer, explorer;
2 questionner, interroger : τινα, qqn ; τι, s’informer de qch;
3 savoir, connaître, acc.;
II. rapporter verbalement ou par écrit ce qu’on sait, raconter, décrire, acc.;
Moy. ἱστορέομαι-οῦμαι questionner, interroger.
Étymologie: ἵστωρ.