ἰατρικός: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰᾱτρικός''': Ἰων. ἰητρ-, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἰατρόν, Ἱππ. Ἐπιστ. 1279, κλ. ― ἡ ἰατρική (δηλ. [[τέχνη]]), ὡς παρ᾿ ἡμῖν, Ἡρόδ. 2. 84., 3. 129, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 8, Πλάτ., [[Πολυδ]]. Δ΄, 177, κλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 13. ΙΙ. [[ἔμπειρος]] ἐν τῇ ἰατρικῇ ἐπιστήμῃ, Πλάτ. Πολ. 455Ε, κλ.· ἰ. γίνεσθαι ἐκ τῶν συγγραμμάτων, δηλ. κατὰ κανόνας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 21, κλ. ― Συγκρ. -ώτερος, [[αὐτόθι]] 1. 6, 16. 2) μεταφ., ἰ. περὶ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πρωτ. 312Ε.
|lstext='''ἰᾱτρικός''': Ἰων. ἰητρ-, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἰατρόν, Ἱππ. Ἐπιστ. 1279, κλ. ― ἡ ἰατρική (δηλ. [[τέχνη]]), ὡς παρ᾿ ἡμῖν, Ἡρόδ. 2. 84., 3. 129, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 8, Πλάτ., [[Πολυδ]]. Δ΄, 177, κλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 13. ΙΙ. [[ἔμπειρος]] ἐν τῇ ἰατρικῇ ἐπιστήμῃ, Πλάτ. Πολ. 455Ε, κλ.· ἰ. γίνεσθαι ἐκ τῶν συγγραμμάτων, δηλ. κατὰ κανόνας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 21, κλ. ― Συγκρ. -ώτερος, [[αὐτόθι]] 1. 6, 16. 2) μεταφ., ἰ. περὶ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πρωτ. 312Ε.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les médecins <i>ou</i> la médecine ; ἡ ἰατρική ([[τέχνη]]), l’art de guérir, la médecine;<br /><b>2</b> propre <i>ou</i> habile à guérir;<br /><i>Cp.</i> ἰατρικώτερος, <i>Sp.</i> ἰατρικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἰατρός]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰατρικός Medium diacritics: ἰατρικός Low diacritics: ιατρικός Capitals: ΙΑΤΡΙΚΟΣ
Transliteration A: iatrikós Transliteration B: iatrikos Transliteration C: iatrikos Beta Code: i)atriko/s

English (LSJ)

Ion. ἰητρ-, ή, όν,

   A of or for an ἰατρός, καρκίνος IG22.47.16 (iv B.C.): -ικόν (sc. τέλος), τό, tax for maintenance of doctor, SIG437 (Delph., iii B.C.), PSI4.371,388 (iii B.C.); so perh. τὰ ἰατρικά PCair.Zen.36.4, 13 (iii B.C.); but -ικόν, τό, Milit., medical corps, Arr.Tact.2.1: ἡ -κή (sc. τέχνη), surgery, medicine, Hdt.2.84, 3.129, Hp.VM1, Pl.Grg.478b, Epicur.Fr.221, etc. Adv. -κῶς in medical terms, ἐκφέρεσθαι Phld. Po.5.29, etc.    II skilled in the medical art, Pl.R.455e, etc.; ἰ. ἐκ τῶν συγγραμμάτων γίνεσθαι by rule, Arist.EN1181b2, etc.: Comp. -ώτερος ib.1097a10; -ώτερον τῶν ἰατρικῶν Phld.Mus.p.6 K.: Sup. -ώτατος Pl.Smp.186d, Gal.Protr.10. Adv. -κῶς Alex.124.13, etc.    2 metaph., ἰ. περὶ τὴν ψυχήν Pl.Prt.313e.    3 of drugs, efficacious, φάρμακα Hp.Ep.16 (Sup.).    III ἰατρικός (sc. δάκτυλος), ὁ, forefinger, PLond.1821.300.

German (Pape)

[Seite 1234] ion. ἰητρικός, den Arzt betreffend; Hippocr.; λόγοι Plat. Rep. X, 599 c; in der Arzneikunde erfahren, ibd., περὶ τὴν ψυχήν Prot. 313 e; γυνὴ ἰατρική Rep. V, 455 e; – ἡ ἰατρική, sc. τέχνη, Arzneikunst, Gorg. 449 e u. öfter; ἡ ἰητρική Her. 2, 84. 3, 129; – φάρμακα, heilend, Plat. Crat. 405 a; – superl. ἰατρικώτατος, Conv. 186 d. – Adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰᾱτρικός: Ἰων. ἰητρ-, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἰατρόν, Ἱππ. Ἐπιστ. 1279, κλ. ― ἡ ἰατρική (δηλ. τέχνη), ὡς παρ᾿ ἡμῖν, Ἡρόδ. 2. 84., 3. 129, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 8, Πλάτ., Πολυδ. Δ΄, 177, κλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 13. ΙΙ. ἔμπειρος ἐν τῇ ἰατρικῇ ἐπιστήμῃ, Πλάτ. Πολ. 455Ε, κλ.· ἰ. γίνεσθαι ἐκ τῶν συγγραμμάτων, δηλ. κατὰ κανόνας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 21, κλ. ― Συγκρ. -ώτερος, αὐτόθι 1. 6, 16. 2) μεταφ., ἰ. περὶ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πρωτ. 312Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les médecins ou la médecine ; ἡ ἰατρική (τέχνη), l’art de guérir, la médecine;
2 propre ou habile à guérir;
Cp. ἰατρικώτερος, Sp. ἰατρικώτατος.
Étymologie: ἰατρός.