καινοπήμων: Difference between revisions
From LSJ
Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καινοπήμων''': -ον, ὁ ἄρτι δυστυχήσας, δμωίδες δὲ καινοπήμονες, «αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 363. | |lstext='''καινοπήμων''': -ον, ὁ ἄρτι δυστυχήσας, δμωίδες δὲ καινοπήμονες, «αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 363. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui éprouve une douleur nouvelle, inconnue.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[πῆμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A new to misery, δμωἴδες ib. 363 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1294] δμωΐδες, Neues, neuerdings duldend, Aesch. Spt. 345.
Greek (Liddell-Scott)
καινοπήμων: -ον, ὁ ἄρτι δυστυχήσας, δμωίδες δὲ καινοπήμονες, «αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 363.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui éprouve une douleur nouvelle, inconnue.
Étymologie: καινός, πῆμα.