κάρβανος: Difference between revisions
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
(6_16) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάρβᾱνος''': -ον, = [[βάρβαρος]], [[ξένος]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 914 χεὶρ Ἀγ. 1061, πρβλ. Λυκόφρ. 1387· αἰτ. καρβᾶνα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 129. - Καθ' Ἡσύχ.: «κάρβανοι καὶ πισσᾶται, οἱ ἀλφὸν ἢ λέπραν ἔχοντες. Ἕλληνες δὲ τοὺς βαρβάρους, οἱ δὲ τοὺς Κᾶρας». | |lstext='''κάρβᾱνος''': -ον, = [[βάρβαρος]], [[ξένος]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 914 χεὶρ Ἀγ. 1061, πρβλ. Λυκόφρ. 1387· αἰτ. καρβᾶνα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 129. - Καθ' Ἡσύχ.: «κάρβανοι καὶ πισσᾶται, οἱ ἀλφὸν ἢ λέπραν ἔχοντες. Ἕλληνες δὲ τοὺς βαρβάρους, οἱ δὲ τοὺς Κᾶρας». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui parle une langue étrangère ; barbare.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt certain, mais obscur. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A = βάρβαρος, outlandish, foreign, A.Supp.914; Χείρ Id.Ag.1061, cf.Lyc.1387: also καρβάν, Hsch.s.v. ἐκαρβάνιζεν; acc. καρβᾶνα, αὐδάν A.Supp.129 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κάρβᾱνος: -ον, = βάρβαρος, ξένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 914 χεὶρ Ἀγ. 1061, πρβλ. Λυκόφρ. 1387· αἰτ. καρβᾶνα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 129. - Καθ' Ἡσύχ.: «κάρβανοι καὶ πισσᾶται, οἱ ἀλφὸν ἢ λέπραν ἔχοντες. Ἕλληνες δὲ τοὺς βαρβάρους, οἱ δὲ τοὺς Κᾶρας».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle une langue étrangère ; barbare.
Étymologie: DELG emprunt certain, mais obscur.