καταγλαΐζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_20) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταγλᾰΐζω''': ποιῶ τι ἀγλαόν, [[καταλαμπρύνω]], Ἀνθ. Π. 11. 64, κτλ.- Παθ., κατηγλαϊσμένοι, κατακεκοσμημένοι, λαμπρῶς ἐνδεδυμένοι, Κωμ. Ἀνών. 60. | |lstext='''καταγλᾰΐζω''': ποιῶ τι ἀγλαόν, [[καταλαμπρύνω]], Ἀνθ. Π. 11. 64, κτλ.- Παθ., κατηγλαϊσμένοι, κατακεκοσμημένοι, λαμπρῶς ἐνδεδυμένοι, Κωμ. Ἀνών. 60. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire briller, illuminer ; glorifier.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀγλαΐζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
A glorify, AP11.64.8 (Agath.); ναὸν λίθοις J.AJ8.5.2:—Pass., κατηγλαϊσμένοι splendidly attired, Com.Adesp.1275.
German (Pape)
[Seite 1342] verstärktes simpler, Sp., μαρμαρυγῇς κάλλους νᾶμα κατηγλάϊσεν Agath. 24 (XI, 64).
Greek (Liddell-Scott)
καταγλᾰΐζω: ποιῶ τι ἀγλαόν, καταλαμπρύνω, Ἀνθ. Π. 11. 64, κτλ.- Παθ., κατηγλαϊσμένοι, κατακεκοσμημένοι, λαμπρῶς ἐνδεδυμένοι, Κωμ. Ἀνών. 60.
French (Bailly abrégé)
faire briller, illuminer ; glorifier.
Étymologie: κατά, ἀγλαΐζω.