καταδωροδοκέω: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταδωροδοκέω''': διαφθείρομαι διὰ δώρων, [[δέχομαι]] [[δωροδόκημα]], Ἀριστοφ. Σφ. 1036, Λυσίας 178. 6· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 361, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 26. | |lstext='''καταδωροδοκέω''': διαφθείρομαι διὰ δώρων, [[δέχομαι]] [[δωροδόκημα]], Ἀριστοφ. Σφ. 1036, Λυσίας 178. 6· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 361, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>tr.</i> corrompre par des présents;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se laisser corrompre par des présents.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δωροδοκέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
A betray in return for bribes, Ar.V.1036, Lys.27.3:—Med., Ar.Ra.361, Arist.Pol.1271a3.
German (Pape)
[Seite 1348] 1) durch Geschenke bestechen, im pass. sich bestechen lassen; Ar. Ran. 361; Arist. pol. 2, 9. – 2) Geschenke annehmen, sich bestechen lassen; Ar. Vesp. 1036; ὁπόταν οἱ τῶν ἀδικούντων κολασταὶ κλέπτωσί τε καὶ καταδωροδοκῶσι Lys. 27, 3.
Greek (Liddell-Scott)
καταδωροδοκέω: διαφθείρομαι διὰ δώρων, δέχομαι δωροδόκημα, Ἀριστοφ. Σφ. 1036, Λυσίας 178. 6· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 361, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 26.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tr. corrompre par des présents;
2 intr. se laisser corrompre par des présents.
Étymologie: κατά, δωροδοκέω.