κατακλυσμός: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακλυσμός''': ὁ, πλημμύρα τῶν ὑδάτων, [[κάλυψις]] τῆς χώρας δι’ αὐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 677Α, 679D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 6∙ ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τίμ. 25C, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., κατ. πραγμάτων, [[λήθη]], φθορὰ τῶν.., Δημ. 299. 21. | |lstext='''κατακλυσμός''': ὁ, πλημμύρα τῶν ὑδάτων, [[κάλυψις]] τῆς χώρας δι’ αὐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 677Α, 679D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 6∙ ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τίμ. 25C, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., κατ. πραγμάτων, [[λήθη]], φθορὰ τῶν.., Δημ. 299. 21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> inondation;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> cataclysme.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλύζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A flood, Pl.Lg.679d, Arist. Ph.222a23, Stoic. 2.337, Marm.Par.6, etc.; inundation, PMagd.28v. 4 (iii B. C.): pl., Pl.Ti.25c, Lg.677a. 2 metaph., κ. τῶν πραγμάτων political deluge, D.18.214. II Medic . . affusion, douche, Cael. Aur.TP4.1.1.
German (Pape)
[Seite 1354] ὁ, die Ueberschwemmung, Plat. Legg. III, 677 u. A.; bes. von der deukalionischen Fluth, Plat. Legg. III, 679 d; Plut. Pyrrh. 1; übertr., τῶν πραγμάτων, Vernichtung, Vergessen, Dem. 18, 214.
Greek (Liddell-Scott)
κατακλυσμός: ὁ, πλημμύρα τῶν ὑδάτων, κάλυψις τῆς χώρας δι’ αὐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 677Α, 679D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 6∙ ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τίμ. 25C, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., κατ. πραγμάτων, λήθη, φθορὰ τῶν.., Δημ. 299. 21.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 inondation;
2 fig. cataclysme.
Étymologie: κατακλύζω.