καταπόρνευσις: Difference between revisions
From LSJ
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπόρνευσις''': -εως, ἡ, τὸ μεταχειρίζεσθαι ὡς πόρνην, ἀτιμάζειν, παρθένων Πλουτ. Τιμολ. 13. | |lstext='''καταπόρνευσις''': -εως, ἡ, τὸ μεταχειρίζεσθαι ὡς πόρνην, ἀτιμάζειν, παρθένων Πλουτ. Τιμολ. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />prostitution.<br />'''Étymologie:''' [[καταπορνεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A prostitution, θυγατέρων παρθένων Plu.Tim. 13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1372] ἡ, das Verhuren, θυγατέρων παρθένων Plut. Timol. 13.
Greek (Liddell-Scott)
καταπόρνευσις: -εως, ἡ, τὸ μεταχειρίζεσθαι ὡς πόρνην, ἀτιμάζειν, παρθένων Πλουτ. Τιμολ. 13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
prostitution.
Étymologie: καταπορνεύω.