κατατραυματίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατατραυματίζω''': Ἰων.-τρωματίζω: μέλλ. Ἀττ.-ῐῶ, [[καλύπτω]] διὰ πληγῶν, Ἡρόδ. 7. 212, Θουκ. 7. 80, κτλ·- μεταφορ., ἐπὶ πλοίων, κατατρυπῶ, [[τίθημι]] ἐκτὸς μάχης, καιρίως [[βλάπτω]], Θουκ. 7. 41., 8. 10.
|lstext='''κατατραυματίζω''': Ἰων.-τρωματίζω: μέλλ. Ἀττ.-ῐῶ, [[καλύπτω]] διὰ πληγῶν, Ἡρόδ. 7. 212, Θουκ. 7. 80, κτλ·- μεταφορ., ἐπὶ πλοίων, κατατρυπῶ, [[τίθημι]] ἐκτὸς μάχης, καιρίως [[βλάπτω]], Θουκ. 7. 41., 8. 10.
}}
{{bailly
|btext=couvrir de blessures <i>ou</i> d’avaries.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τραυματίζω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατραυματίζω Medium diacritics: κατατραυματίζω Low diacritics: κατατραυματίζω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΑΥΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: katatraumatízō Transliteration B: katatraumatizō Transliteration C: katatravmatizo Beta Code: katatraumati/zw

English (LSJ)

Ion. κατατρωματίζω,

   A wound, ἑαυτόν Arist.Ath.14.1, D.S.13.95; opp. ἀποκτείνειν, Plb.3.67.3:—Pass., Hdt.7.212, Th.7.8o, etc.    II of ships, disable, cripple, ib.41, 8.10.

Greek (Liddell-Scott)

κατατραυματίζω: Ἰων.-τρωματίζω: μέλλ. Ἀττ.-ῐῶ, καλύπτω διὰ πληγῶν, Ἡρόδ. 7. 212, Θουκ. 7. 80, κτλ·- μεταφορ., ἐπὶ πλοίων, κατατρυπῶ, τίθημι ἐκτὸς μάχης, καιρίως βλάπτω, Θουκ. 7. 41., 8. 10.

French (Bailly abrégé)

couvrir de blessures ou d’avaries.
Étymologie: κατά, τραυματίζω.