κατασήπω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασήπω''': [[κάμνω]] τι νὰ σαπίσῃ, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22.― Παθ., ἀόρ. β΄ κατεσάπην, καὶ μέλλ. κατασαπήσομαι, σαπίζω, σήπομαι καὶ [[καταπίπτω]], μὴ… κατὰ… πάντα [[σαπήῃ]] Ἰλ. Τ. 27· ἕως ἂν τὰ ξύλα κατασαπῇ… καὶ κατασαπήσεσθαι Πλάτ. Φαίδων 86C· πρὸς ταῖς ἀλλοτρίαις θύραις κατασαπῆναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 10, 20· ἃ οὐ κατασήπεται Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· οὕτω καὶ ὁ πρκμ. κατασέσηπα Ἀριστοφ. Πλ. 1035.
|lstext='''κατασήπω''': [[κάμνω]] τι νὰ σαπίσῃ, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22.― Παθ., ἀόρ. β΄ κατεσάπην, καὶ μέλλ. κατασαπήσομαι, σαπίζω, σήπομαι καὶ [[καταπίπτω]], μὴ… κατὰ… πάντα [[σαπήῃ]] Ἰλ. Τ. 27· ἕως ἂν τὰ ξύλα κατασαπῇ… καὶ κατασαπήσεσθαι Πλάτ. Φαίδων 86C· πρὸς ταῖς ἀλλοτρίαις θύραις κατασαπῆναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 10, 20· ἃ οὐ κατασήπεται Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· οὕτω καὶ ὁ πρκμ. κατασέσηπα Ἀριστοφ. Πλ. 1035.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> faire pourrir ; <i>au Pass. (f.2</i> κατασαπήσομαι, <i>ao.2</i> κατεσάπην) pourrir, être pourri;<br /><b>2</b> <i>intr. (au pf.</i> κατασέσηπα) être pourri.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σήπω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασήπω Medium diacritics: κατασήπω Low diacritics: κατασήπω Capitals: ΚΑΤΑΣΗΠΩ
Transliteration A: katasḗpō Transliteration B: katasēpō Transliteration C: katasipo Beta Code: katash/pw

English (LSJ)

   A cause or allow to rot, X.Cyr.8.2.21:—Pass., rot away, ib.8.2.22; μὴ . . κατὰ Χρόα πάντα σᾰπήῃ Il.19.27; ἕως ἂν κατασαπῇ Pl. Phd.86d; -σαπέντων τῶν καρπῶν CPHerm.6.16 (iii A.D.): so in pf. -σέσηπα Ar.Pl.1035, Philetaer.9.    2 metaph., cause or allow to linger, τοὺς ἀνθρώπους ἐν τοῖς πάθεσι Gal.10.264:—Pass., pine away, -σήπεσθαι ἐπὶ τῆς κλίνης ib.263; πρὸς ταῖς ἀλλοτρίαις θύραις -σαπῆναι Arr.Epict.4.10.20.

Greek (Liddell-Scott)

κατασήπω: κάμνω τι νὰ σαπίσῃ, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22.― Παθ., ἀόρ. β΄ κατεσάπην, καὶ μέλλ. κατασαπήσομαι, σαπίζω, σήπομαι καὶ καταπίπτω, μὴ… κατὰ… πάντα σαπήῃ Ἰλ. Τ. 27· ἕως ἂν τὰ ξύλα κατασαπῇ… καὶ κατασαπήσεσθαι Πλάτ. Φαίδων 86C· πρὸς ταῖς ἀλλοτρίαις θύραις κατασαπῆναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 10, 20· ἃ οὐ κατασήπεται Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· οὕτω καὶ ὁ πρκμ. κατασέσηπα Ἀριστοφ. Πλ. 1035.

French (Bailly abrégé)

1 tr. faire pourrir ; au Pass. (f.2 κατασαπήσομαι, ao.2 κατεσάπην) pourrir, être pourri;
2 intr. (au pf. κατασέσηπα) être pourri.
Étymologie: κατά, σήπω.