κατασήπω
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
A cause to rot or allow to rot, X.Cyr.8.2.21:—Pass., rot away, ib.8.2.22; μὴ… κατὰ Χρόα πάντα σᾰπήῃ Il.19.27; ἕως ἂν κατασαπῇ Pl. Phd.86d; κατασαπέντων τῶν καρπῶν CPHerm.6.16 (iii A.D.): so in pf. κατασέσηπα Ar.Pl.1035, Philetaer.9.
2 metaph., cause to linger or allow to linger, τοὺς ἀνθρώπους ἐν τοῖς πάθεσι Gal.10.264:—Pass., pine away, κατασήπεσθαι ἐπὶ τῆς κλίνης ib.263; πρὸς ταῖς ἀλλοτρίαις θύραις κατασαπῆναι Arr.Epict.4.10.20.
French (Bailly abrégé)
1 tr. faire pourrir ; au Pass. (f.2 κατασαπήσομαι, ao.2 κατεσάπην) pourrir, être pourri;
2 intr. (au pf. κατασέσηπα) être pourri.
Étymologie: κατά, σήπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σήπω poët. conj. aor. pass. 3 sing. κατασαπήῃ act. met acc., causat., laten rotten:; τὰ δὲ κατασήπουσι een deel laten zij rotten Xen. Cyr. 8.2.21; laten wegrotten, in gevangenschap:. οὐδὲν ἀδικοῦντα με... κατασήποντας die mij zonder dat ik iets gedaan heb laten wegrotten Luc. 25.15. pass. intrans., met perf. κατασέσηπα rotten, vergaan:; κατὰ δὲ χρόα πάντα σαπήῃ (ik vrees dat) al zijn vlees zal rotten Il. 19.27 (tmesis); ἑως ἄν... κατασαπῇ totdat het vergaat Plat. Phaed. 86d; perf. verrot zijn:. κατασέσηπας = jij bent verrot Aristoph. Pl. 1035.
German (Pape)
verfaulen lassen, Xen. Cyr. 8.2.21.
Pass. verfaulen, ἕως ἂν κατασαπῇ, κατασαπήσεσθαι, Plat. Phaed. 86bc; ἃ οὐ κατασήπεται Xen. Cyr. 8.2.22; in derselben Bdtg κατασέσηπα, Ar. Plut. 1035.
Russian (Dvoretsky)
κατασήπω: (pass.: fut. 2 κατασαπήσομαι, aor. 2 κατεσάπην)
1 подвергать гниению, гноить, pass. гнить, истлевать (οὔτε κατασήπεσθαι οὔτε λυμαίνεσθαι Xen.; ἐν δεσμωτηρίῳ Plut.): δείδω, μὴ … κατὰ χρόα πάντα σαπήῃ Hom. боюсь, как бы (тем временем) не истлело все тело (Патрокла); ἕως ἂν ἢ κατακαυθῇ ἢ κατασαπῇ Plat. (органические остатки существуют), пока они или не сгорят, или не сгниют;
2 (pf. κατασέσηπα) ирон. гнить, тлеть Arph.
Greek Monolingual
κατασήπω (AM)
παθ. κατασήπομαι
φθίνω, λειώνω
αρχ.
1. κάνω ή αφήνω κάτι να σαπίσει («τὰ μὲν αὐτῶν κατορύττουσι, τὰ δὲ κατασήπουσι, τὰ δὲ ἀριθμοῦν
τες...», Ξεν.)
2. αφήνω κάποιον να αποχαυνώνεται («κατασήπειν τοὺς ἀνθρώπους ἐν τοῖς πάθεσι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σήπω «κάνω κάτι να σαπίσει»].
Greek Monotonic
κατασήπω: σαπίζω, αφήνω να σαπίσει, σε Ξεν. — Παθ., αόρ. βʹ κατ-εσάπην [ᾰ], Επικ. υποτ. γʹ ενικ. -σαπήῃ, με Ενεργ. παρακ. βʹ κατα-σέσηπα, φύομαι σαπισμένος, αποσυντίθεμαι, σαπίζω.
Greek (Liddell-Scott)
κατασήπω: κάμνω τι νὰ σαπίσῃ, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22.― Παθ., ἀόρ. β΄ κατεσάπην, καὶ μέλλ. κατασαπήσομαι, σαπίζω, σήπομαι καὶ καταπίπτω, μὴ… κατὰ… πάντα σαπήῃ Ἰλ. Τ. 27· ἕως ἂν τὰ ξύλα κατασαπῇ… καὶ κατασαπήσεσθαι Πλάτ. Φαίδων 86C· πρὸς ταῖς ἀλλοτρίαις θύραις κατασαπῆναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 10, 20· ἃ οὐ κατασήπεται Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· οὕτω καὶ ὁ πρκμ. κατασέσηπα Ἀριστοφ. Πλ. 1035.
Middle Liddell
to make rotten, let rot, Xen.:—Pass., aor2 κατ-εσάπην [ᾰ], epic 3rd sg. subj. -σαπήῃ, with perf. 2 act. κατα-σέσηπα, to grow rotten, rot away.