κατένωπα: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατένωπα''': ἢ [[κάλλιον]] κατενῶπα, Λοβεκ. Παραλ. 169· Ἐπίρρ. ([[ἐνωπή]])·- κατ’ εὐθεῖαν ἀπέναντί τινος, κατὰ [[πρόσωπον]], [[μετὰ]] γεν., κατ. ἰδὼν Δαναῶν Ἰλ. Ο. 320· οὕτω, κατενώπιον τοῦ Θεοῦ, διάφ. γραφ. ἐν Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιβ΄, 19.- Ὁ Ὅμηρ. ἔχει [[ὡσαύτως]] ἐνωπῇ, [[ἐνωπαδίως]]. | |lstext='''κατένωπα''': ἢ [[κάλλιον]] κατενῶπα, Λοβεκ. Παραλ. 169· Ἐπίρρ. ([[ἐνωπή]])·- κατ’ εὐθεῖαν ἀπέναντί τινος, κατὰ [[πρόσωπον]], [[μετὰ]] γεν., κατ. ἰδὼν Δαναῶν Ἰλ. Ο. 320· οὕτω, κατενώπιον τοῦ Θεοῦ, διάφ. γραφ. ἐν Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιβ΄, 19.- Ὁ Ὅμηρ. ἔχει [[ὡσαύτως]] ἐνωπῇ, [[ἐνωπαδίως]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />exactement en face de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐνωπή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
(cf. Hdn. Gr.2.94, κατενῶπα or κατ' ἐνῶπα Aristarch. ap.Hdn.Gr.l.c.),
A over against, right opposite, c.gen., Il.15.320, Orph. L.132, 464: c.acc., Puchstein Epigr.Gr.p.76 (Memphis):—alsoκατεν-ενώπιον, τινος LXX Jo.1.5, Ep.Eph.1.4, al., BGU954.6 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1395] (ἐνωπή), grad ins Angesicht, grad entgegen; κατ. ἰδὼν Δαναῶν Il. 15, 320; Orph.; besser getrennt zu schreiben, κατ' ἐνῶπα, s. Spitzner Il. a. a. O. u. Lob. Paralip. 169.
Greek (Liddell-Scott)
κατένωπα: ἢ κάλλιον κατενῶπα, Λοβεκ. Παραλ. 169· Ἐπίρρ. (ἐνωπή)·- κατ’ εὐθεῖαν ἀπέναντί τινος, κατὰ πρόσωπον, μετὰ γεν., κατ. ἰδὼν Δαναῶν Ἰλ. Ο. 320· οὕτω, κατενώπιον τοῦ Θεοῦ, διάφ. γραφ. ἐν Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιβ΄, 19.- Ὁ Ὅμηρ. ἔχει ὡσαύτως ἐνωπῇ, ἐνωπαδίως.