κατοικτείρω: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατοικτείρω''': (-τίρ-) [[αἰσθάνομαι]] μέγαν οἶκτον, ἔλεον ἢ συμπάθειαν [[μετὰ]] λύπης [[πρός]] τινα, τινὰ Ἡρόδ. 1. 45., 4. 167, κ. ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 13, Εὐρ. 445, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[αἰσθάνομαι]] ἢ δεικνύω συμπάθειαν, Ἡρόδ. 7. 46· κατοικτείραντα ἐρωτᾶν, νὰ ἐρωτήσῃ [[μετὰ]] συμπαθείας, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 6. | |lstext='''κατοικτείρω''': (-τίρ-) [[αἰσθάνομαι]] μέγαν οἶκτον, ἔλεον ἢ συμπάθειαν [[μετὰ]] λύπης [[πρός]] τινα, τινὰ Ἡρόδ. 1. 45., 4. 167, κ. ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 13, Εὐρ. 445, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., [[αἰσθάνομαι]] ἢ δεικνύω συμπάθειαν, Ἡρόδ. 7. 46· κατοικτείραντα ἐρωτᾶν, νὰ ἐρωτήσῃ [[μετὰ]] συμπαθείας, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[κατοικτίρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
or κατοικτ-ίρω, irreg. aor. -οικτείρησα LXX4 Ma.8.20, 12.2: —
A have mercy or compassion on, τινα Hdt.1.45, 4.167, al., S.OT13, E. Heracl.445, IG9(2).255 (Pharsalus); τὸ τῆς μητρὸς γῆρας LXX4 Ma. 8.20. II intr., feel, show compassion, κατοικτείραντα ἐρωτᾶν ask in compassion, Arist.Rh.1393b28; -οικτῖραι ὡς βραχὺς εἴη ὁ βίος feel compassion at the thought that... Hdt.7.46.
German (Pape)
[Seite 1403] vemitleiden; τοιάνδε ἕδραν Soph. O. R. 13; Eur. Heracl. 446; sp. D., wie Agath. 14 (V, 218); in Prosa, Her. 1, 45. 4, 167 Xen. Cyr. 7, 3, 13; absolut, Mitleid empfinden oder bezeugen, Her. 7, 46.
Greek (Liddell-Scott)
κατοικτείρω: (-τίρ-) αἰσθάνομαι μέγαν οἶκτον, ἔλεον ἢ συμπάθειαν μετὰ λύπης πρός τινα, τινὰ Ἡρόδ. 1. 45., 4. 167, κ. ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 13, Εὐρ. 445, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., αἰσθάνομαι ἢ δεικνύω συμπάθειαν, Ἡρόδ. 7. 46· κατοικτείραντα ἐρωτᾶν, νὰ ἐρωτήσῃ μετὰ συμπαθείας, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 6.
French (Bailly abrégé)
v. κατοικτίρω.