κεφαλαργία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεφαλαργία''': ἡ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κεφαλαλγία]], Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 4· πρβλ. Schäf. Γρηγ. σ. 158· ― οὕτω κεφαλαργέω, (νῦν γράφεται [[κεφαλαλγέω]]), ἐνοχλῶ λαλῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ὠτοκοπεῖ.
|lstext='''κεφαλαργία''': ἡ, μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[κεφαλαλγία]], Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 4· πρβλ. Schäf. Γρηγ. σ. 158· ― οὕτω κεφαλαργέω, (νῦν γράφεται [[κεφαλαλγέω]]), ἐνοχλῶ λαλῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ὠτοκοπεῖ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mal de tête.<br />'''Étymologie:''' par dissimil. de [[κεφαλαλγία]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλαργία Medium diacritics: κεφαλαργία Low diacritics: κεφαλαργία Capitals: ΚΕΦΑΛΑΡΓΙΑ
Transliteration A: kephalargía Transliteration B: kephalargia Transliteration C: kefalargia Beta Code: kefalargi/a

English (LSJ)

ἡ, later form for κεφαλαλγία, Luc. Jud.Voc.4:— hence -αργέω, PMag.Par.1.136;

   A give one a headache, Hsch. s.v. ὠτοκοπεῖ.

German (Pape)

[Seite 1428] ἡ, att. für κεφαλαλγία, Greg. Cor. 158; vgl. Luc. Iud. voc. 4.

Greek (Liddell-Scott)

κεφαλαργία: ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ κεφαλαλγία, Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 4· πρβλ. Schäf. Γρηγ. σ. 158· ― οὕτω κεφαλαργέω, (νῦν γράφεται κεφαλαλγέω), ἐνοχλῶ λαλῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ὠτοκοπεῖ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mal de tête.
Étymologie: par dissimil. de κεφαλαλγία.