κηλίς: Difference between revisions
πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
(13_6a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1431.png Seite 1431]] ῖδος, ἡ, <b class="b2">Fleck</b>, Schmutz; λιχὴν βροτοφθόρους κηλῖδας ἐν χώρᾳ βαλεῖ Aesch. Eum. 756, vgl. 783; Blutfleck, Soph. El. 438; übertr.,<b class="b2"> Schmach</b>, τοιάνδε κηλῖδα συμφορᾶς O. R. 833, vgl. 1384 O. C. 1136; κηλὶς [[μητροκτόνος]] Eur. I. T. 1200; ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων, ὃ δοκεῖ κ. εἶναι τοῖς σπουδαίοις Λακεδαιμονίων Xen. Hell. 3, 1, 9, Brandmal; [[θεία]] κηλὶς προσπίπτει τινί Antiph. 3 γ 8; εἰς ὑμᾶς ἀναφέρεται ib. 11, eben so wie in der Stelle des Soph., = [[μίασμα]]; vgl. Antiphan. 7 (IX, 258); Sp., wie Hdn. 6, 8, 16 vrbdt τιμωρίας καὶ κηλῖδας πάσας αὐτοῖς ἀνῆκεν. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1431.png Seite 1431]] ῖδος, ἡ, <b class="b2">Fleck</b>, Schmutz; λιχὴν βροτοφθόρους κηλῖδας ἐν χώρᾳ βαλεῖ Aesch. Eum. 756, vgl. 783; Blutfleck, Soph. El. 438; übertr.,<b class="b2"> Schmach</b>, τοιάνδε κηλῖδα συμφορᾶς O. R. 833, vgl. 1384 O. C. 1136; κηλὶς [[μητροκτόνος]] Eur. I. T. 1200; ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων, ὃ δοκεῖ κ. εἶναι τοῖς σπουδαίοις Λακεδαιμονίων Xen. Hell. 3, 1, 9, Brandmal; [[θεία]] κηλὶς προσπίπτει τινί Antiph. 3 γ 8; εἰς ὑμᾶς ἀναφέρεται ib. 11, eben so wie in der Stelle des Soph., = [[μίασμα]]; vgl. Antiphan. 7 (IX, 258); Sp., wie Hdn. 6, 8, 16 vrbdt τιμωρίας καὶ κηλῖδας πάσας αὐτοῖς ἀνῆκεν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῖδος (ἡ) :<br /><b>I.</b> tache, souillure;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> peste, fléau;<br /><b>2</b> honte, déshonneur, <i>particul.</i> peine infamante.<br />'''Étymologie:''' [[κήλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑ], ῖδος, ἡ,
A stain, spot, defilement, esp. of blood, A.Eu.787 (lyr.), S.El.446, E.IT1200, etc.: generally, οὐ ῥᾴδιον ἐκμάξαι τὴν . . κηλῖδα [ἐκ τοῦ κατόπτρου] Arist.Insomn.459b32; ἐν ἱματίῳ καθαρῷ καὶ αἱ μικραὶ κ. ἔνδηλοι Id.GA780b32; ἱμάτιον κηλίδων μεστόν Thphr.Char. 19.7. 2 metaph., stain, blemish, S.OT1384; κ. συμφορᾶς ib.833; κακῶν Id.OC1134; ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων, ὃ δοκεῖ κ. εἶναι τοῖς Λακεδαιμονίοις X.HG3.1.9; ignominious punishment, θεία κ. προσπίπτει τῷ δράσαντι Antipho 3.3.8; τῆς κ. εἰς ὑμᾶς ἀναφερομένης ib.11; τιμωρίας καὶ κηλῖδας πάσας αὐτοῖς ἀνῆκεν Hdn.6.8.8. 3 Medic., naevus, Lycusap.Orib.9.44.3.
German (Pape)
[Seite 1431] ῖδος, ἡ, Fleck, Schmutz; λιχὴν βροτοφθόρους κηλῖδας ἐν χώρᾳ βαλεῖ Aesch. Eum. 756, vgl. 783; Blutfleck, Soph. El. 438; übertr., Schmach, τοιάνδε κηλῖδα συμφορᾶς O. R. 833, vgl. 1384 O. C. 1136; κηλὶς μητροκτόνος Eur. I. T. 1200; ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων, ὃ δοκεῖ κ. εἶναι τοῖς σπουδαίοις Λακεδαιμονίων Xen. Hell. 3, 1, 9, Brandmal; θεία κηλὶς προσπίπτει τινί Antiph. 3 γ 8; εἰς ὑμᾶς ἀναφέρεται ib. 11, eben so wie in der Stelle des Soph., = μίασμα; vgl. Antiphan. 7 (IX, 258); Sp., wie Hdn. 6, 8, 16 vrbdt τιμωρίας καὶ κηλῖδας πάσας αὐτοῖς ἀνῆκεν.
French (Bailly abrégé)
ῖδος (ἡ) :
I. tache, souillure;
II. fig. 1 peste, fléau;
2 honte, déshonneur, particul. peine infamante.
Étymologie: κήλη.