καταξενόω: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταξενόω''': [[ὑποδέχομαι]] τὸν ξένον, φιλοξένως, καὶ καταξενόομαι, [[γίνομαι]] δεκτὸς ὡς [[ξένος]], φιλοξενοῦμαι, [[κατεξενωμένος]] Αἰσχύλ. Χο. 706. | |lstext='''καταξενόω''': [[ὑποδέχομαι]] τὸν ξένον, φιλοξένως, καὶ καταξενόομαι, [[γίνομαι]] δεκτὸς ὡς [[ξένος]], φιλοξενοῦμαι, [[κατεξενωμένος]] Αἰσχύλ. Χο. 706. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>part. pf. Pass.</i> κατεξενωμένος;<br />recevoir comme un hôte.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ξενόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 1367] gastlich aufnehmen, im pass., Aesch. Ch. 695.
Greek (Liddell-Scott)
καταξενόω: ὑποδέχομαι τὸν ξένον, φιλοξένως, καὶ καταξενόομαι, γίνομαι δεκτὸς ὡς ξένος, φιλοξενοῦμαι, κατεξενωμένος Αἰσχύλ. Χο. 706.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. pf. Pass. κατεξενωμένος;
recevoir comme un hôte.
Étymologie: κατά, ξενόω.