καταχαίρω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχαίρω''': [[μετὰ]] μέσου μέλλ. -χᾰροῦμαι Κλήμ. Ρώμ.·- (= [[ἐπιχαίρω]]), [[χαίρω]] διὰ τὸ κακὸν ἢ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου, ἐόντι αἰχμαλώτῳ… κ. καὶ κατεκερτόμεε Ἡρόδ. 1. 129˙ [[εἴτε]] εὐνοίῃ ἐποίησε [[ταῦτα]] [[εἴτε]] καὶ καταχαίρων, χαίρων [[μετὰ]] κακίας, χαιρεκάκως, ὁ αὐτ. 7. 239. ΙΙ. [[λίαν]], [[σφόδρα]] [[χαίρω]], κατέχαιρον ἐκπαθὴς ὑπὸ ἡδονῆς γενομένη Ἀλκίφρων 2. 4.
|lstext='''καταχαίρω''': [[μετὰ]] μέσου μέλλ. -χᾰροῦμαι Κλήμ. Ρώμ.·- (= [[ἐπιχαίρω]]), [[χαίρω]] διὰ τὸ κακὸν ἢ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου, ἐόντι αἰχμαλώτῳ… κ. καὶ κατεκερτόμεε Ἡρόδ. 1. 129˙ [[εἴτε]] εὐνοίῃ ἐποίησε [[ταῦτα]] [[εἴτε]] καὶ καταχαίρων, χαίρων [[μετὰ]] κακίας, χαιρεκάκως, ὁ αὐτ. 7. 239. ΙΙ. [[λίαν]], [[σφόδρα]] [[χαίρω]], κατέχαιρον ἐκπαθὴς ὑπὸ ἡδονῆς γενομένη Ἀλκίφρων 2. 4.
}}
{{bailly
|btext=se réjouir aux dépens de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χαίρω]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχαίρω Medium diacritics: καταχαίρω Low diacritics: καταχαίρω Capitals: ΚΑΤΑΧΑΙΡΩ
Transliteration A: katachaírō Transliteration B: katachairō Transliteration C: katachairo Beta Code: kataxai/rw

English (LSJ)

fut. -

   A χᾰροῦμαι LXX Pr.1.26:—exult over, ἐόντι αἰχμαλώτῳ . . κ. Hdt.1.129; εἴτε εὐνοίῃ... εἴτε καὶ καταχαίρων with malicious joy, Id.7.239.    II rejoice much, Alciphr.2.4, IG14.2410.11, Supp.Epigr.2.844 (Syria).

Greek (Liddell-Scott)

καταχαίρω: μετὰ μέσου μέλλ. -χᾰροῦμαι Κλήμ. Ρώμ.·- (= ἐπιχαίρω), χαίρω διὰ τὸ κακὸν ἢ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου, ἐόντι αἰχμαλώτῳ… κ. καὶ κατεκερτόμεε Ἡρόδ. 1. 129˙ εἴτε εὐνοίῃ ἐποίησε ταῦτα εἴτε καὶ καταχαίρων, χαίρων μετὰ κακίας, χαιρεκάκως, ὁ αὐτ. 7. 239. ΙΙ. λίαν, σφόδρα χαίρω, κατέχαιρον ἐκπαθὴς ὑπὸ ἡδονῆς γενομένη Ἀλκίφρων 2. 4.

French (Bailly abrégé)

se réjouir aux dépens de, τινι.
Étymologie: κατά, χαίρω.