κληρονομία: Difference between revisions
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κληρονομία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἰσοκρ. 393Α, κτλ.· κλ. κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Δημ. 1051. 11· κλ. μὴ κατὰ δόσιν, ἀλλὰ κατὰ γένος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 20· ― [[καθόλου]], κλ. λαμβάνειν τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 7. 13, 6. | |lstext='''κληρονομία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἰσοκρ. 393Α, κτλ.· κλ. κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Δημ. 1051. 11· κλ. μὴ κατὰ δόσιν, ἀλλὰ κατὰ γένος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 20· ― [[καθόλου]], κλ. λαμβάνειν τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 7. 13, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />participation à un héritage, droit d’hérédité.<br />'''Étymologie:''' [[κληρονόμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A inheritance, Isoc.19.43, etc.; ἡ κ. κατὰ τὴν ἀγχιστείαν inheritance as heir-at-law, D.43.3; κ. μὴκατὰδόσιν, ἀλλὰκατὰ γένος Arist.Pol.1309a23: metaph., εἰλήφασι τὴν τοῦ ὀνόματος κ. αἱ σωματικαὶ ἡδοναί have taken possession of... Id.EN1153b33. 2 property, possession, ἀνέζευξεν ἕκαστος εἰς τὴν κ. αὐτοῦ LXX Ju.16.21(25), cf. 1 Ma.2.56, 6.24.
German (Pape)
[Seite 1451] ἡ, das Erben, die Erbschaft; ἡ κλ, κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Dem. 43, 3; τὰς κληρονομίας μὴ κατὰ δόσιν εἶναι, ἀλλὰ κατὰ γένος Arist. pol. 5, 8; Sp., bes. LXX; auch übertr., Antheil, εἰλήφασί γε τὴν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν αἱ σωματικαὶ ἡδοναί Arist. Eth. 7, 13.
Greek (Liddell-Scott)
κληρονομία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἰσοκρ. 393Α, κτλ.· κλ. κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Δημ. 1051. 11· κλ. μὴ κατὰ δόσιν, ἀλλὰ κατὰ γένος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 20· ― καθόλου, κλ. λαμβάνειν τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 7. 13, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
participation à un héritage, droit d’hérédité.
Étymologie: κληρονόμος.