Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κιστοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιστοφόρος''': -ον, ([[κίστη]]) φέρων κίστην ἢ [[κιβώτιον]] ἐν μυστικαῖς πομπαῖς, Δημ. 313. 28, [[ἔνθα]] τινὲς προτιμῶσι τὴν γραφὴν κιττοφόρος (δηλ. [[κισσοφόρος]]), ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 647· ἀλλὰ [[κισταφόρος]] ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2052. 18· καὶ κίστιβερ, τό, Λατ. cistifer, [[αὐτόθι]] 6218. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[νόμισμα]] φέρον ἐντετυπωμένην κίστην καὶ ἔχον ἀξίαν τριῶν [[περίπου]] δραχμῶν, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 6, 2, Λιβάν. 37, 46.
|lstext='''κιστοφόρος''': -ον, ([[κίστη]]) φέρων κίστην ἢ [[κιβώτιον]] ἐν μυστικαῖς πομπαῖς, Δημ. 313. 28, [[ἔνθα]] τινὲς προτιμῶσι τὴν γραφὴν κιττοφόρος (δηλ. [[κισσοφόρος]]), ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 647· ἀλλὰ [[κισταφόρος]] ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2052. 18· καὶ κίστιβερ, τό, Λατ. cistifer, [[αὐτόθι]] 6218. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[νόμισμα]] φέρον ἐντετυπωμένην κίστην καὶ ἔχον ἀξίαν τριῶν [[περίπου]] δραχμῶν, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 6, 2, Λιβάν. 37, 46.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte les corbeilles sacrées.<br />'''Étymologie:''' [[κίστη]], [[φέρω]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιστοφόρος Medium diacritics: κιστοφόρος Low diacritics: κιστοφόρος Capitals: ΚΙΣΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kistophóros Transliteration B: kistophoros Transliteration C: kistoforos Beta Code: kistofo/ros

English (LSJ)

ον, (κίστη)

   A carrying a basket in mystic processions, prob. l. in D.18.260 (κιττοφόρος codd., κιστ- v.l. ap.Harp.s.h.v.); cf. κισταφόρος.    II Subst., coin, with the basket of Dionysus as obverse, Cic.Att.2.6.2, Liv.37.46.

German (Pape)

[Seite 1443] Kisten tragend, Dem. 18, 260, v. l. κιττοφόρος, die Kisten tragend, welche die heiligen Geräthschaften des Dionysus u. der Demeter enthielten, VLL.; vgl. Lob. Aglaopham. p. 647; nummi, eine Münze, mit dem Gepräge einer Kiste, etwa drei Drachmen an Werth, Cic. Att. 2, 6 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

κιστοφόρος: -ον, (κίστη) φέρων κίστην ἢ κιβώτιον ἐν μυστικαῖς πομπαῖς, Δημ. 313. 28, ἔνθα τινὲς προτιμῶσι τὴν γραφὴν κιττοφόρος (δηλ. κισσοφόρος), ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 647· ἀλλὰ κισταφόρος ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2052. 18· καὶ κίστιβερ, τό, Λατ. cistifer, αὐτόθι 6218. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., νόμισμα φέρον ἐντετυπωμένην κίστην καὶ ἔχον ἀξίαν τριῶν περίπου δραχμῶν, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 6, 2, Λιβάν. 37, 46.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte les corbeilles sacrées.
Étymologie: κίστη, φέρω.