κυβεῖον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠβεῖον''': τό, [[κυβεύω]] [[κυβευτήριον]], [[τόπος]] εἰς ὃν μετέβαινον οἱ κυβεύοντες καὶ ἔπαιζον κύβους, Αἰσχίν. 8. 22. | |lstext='''κῠβεῖον''': τό, [[κυβεύω]] [[κυβευτήριον]], [[τόπος]] εἰς ὃν μετέβαινον οἱ κυβεύοντες καὶ ἔπαιζον κύβους, Αἰσχίν. 8. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />maison de jeu.<br />'''Étymologie:''' [[κύβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A gaming-house, Aeschin.1.78.
German (Pape)
[Seite 1522] τό, ein Ort, wo man Würfel spielt; διημέρευεν ἐν τῷ κυβείῳ, οὗ ἡ τηλία τίθεται κα, τοὺς ἀλεκτρυόνας συμβάλλουσι καὶ κυβεύουσι, Aesch. 1, 53.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβεῖον: τό, κυβεύω κυβευτήριον, τόπος εἰς ὃν μετέβαινον οἱ κυβεύοντες καὶ ἔπαιζον κύβους, Αἰσχίν. 8. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
maison de jeu.
Étymologie: κύβος.