Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανόπρῳρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυᾰνόπρῳρος''': -ον, ἔχων πρῷραν βαθέως κυανοῦ χρώματος, μελανόπρῳρος, ἐπὶ πλοίων τὸ τοῦ Οὐεργιλ. caeruleae naves), Ἰλ. Ο. 693., Ψ. 852, Ὀδ. Ι. 482, 539, κτλ.· πρβλ. [[κυανώπης]].
|lstext='''κυᾰνόπρῳρος''': -ον, ἔχων πρῷραν βαθέως κυανοῦ χρώματος, μελανόπρῳρος, ἐπὶ πλοίων τὸ τοῦ Οὐεργιλ. caeruleae naves), Ἰλ. Ο. 693., Ψ. 852, Ὀδ. Ι. 482, 539, κτλ.· πρβλ. [[κυανώπης]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la proue sombre.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]], [[πρῷρα]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνόπρῳρος Medium diacritics: κυανόπρῳρος Low diacritics: κυανόπρωρος Capitals: ΚΥΑΝΟΠΡΩΡΟΣ
Transliteration A: kyanóprōiros Transliteration B: kyanoprōros Transliteration C: kyanoproros Beta Code: kuano/prw|ros

English (LSJ)

ον,

   A darkprowed, of ships, Il.15.693, 23.852, Od.9.482, 539: fem. κυανόπρῳρᾰ, B.16.1.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνόπρῳρος: -ον, ἔχων πρῷραν βαθέως κυανοῦ χρώματος, μελανόπρῳρος, ἐπὶ πλοίων τὸ τοῦ Οὐεργιλ. caeruleae naves), Ἰλ. Ο. 693., Ψ. 852, Ὀδ. Ι. 482, 539, κτλ.· πρβλ. κυανώπης.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la proue sombre.
Étymologie: κύανος, πρῷρα.