κύρτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύρτος''': ὁ, = [[κύρτη]], Σαπφὼ 139, Πλάτ. Σοφιστ. 220C· τῷ τοῦ κύρτου πλέγματι ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 79D· [[μήτε]] ἐγρηγορόσιν [[μήτε]] εὕδουσι κ., μὲ ἁλιευτικοὺς καλάθους ἀγρεύοντας ἡμέραν καὶ νύκτα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 823Ε· κύρτῳ θηρεύειν τούς ἰχθῦς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 4, κτλ. 2) [[κλωβίον]] πτηνοῦ, Λατ. cavea, λυγοτευχὴς Ἀνθ. Π. 9. 562.
|lstext='''κύρτος''': ὁ, = [[κύρτη]], Σαπφὼ 139, Πλάτ. Σοφιστ. 220C· τῷ τοῦ κύρτου πλέγματι ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 79D· [[μήτε]] ἐγρηγορόσιν [[μήτε]] εὕδουσι κ., μὲ ἁλιευτικοὺς καλάθους ἀγρεύοντας ἡμέραν καὶ νύκτα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 823Ε· κύρτῳ θηρεύειν τούς ἰχθῦς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 4, κτλ. 2) [[κλωβίον]] πτηνοῦ, Λατ. cavea, λυγοτευχὴς Ἀνθ. Π. 9. 562.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />nasse de pêcheur.<br />'''Étymologie:''' [[κυρτός]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύρτος Medium diacritics: κύρτος Low diacritics: κύρτος Capitals: ΚΥΡΤΟΣ
Transliteration A: kýrtos Transliteration B: kyrtos Transliteration C: kyrtos Beta Code: ku/rtos

English (LSJ)

ὁ,

   A = κύρτη 1, Sapph.120, Pl.Sph.220c, POxy.520.20 (ii A.D.); τῷ τοῦ κ. πλέγματι Pl.Ti.79d; μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις weels that secure a lazy prey for men whether asleep or awake, Id.Lg.823e (hence prov. εὕδοντι κ. αἱρεῖ Diogenian.4.65), cf. Lib.Ep.86.1; κύρτῳ θηρεύουσι τοὺς ἰχθῦς Arist. HA603a7.    2 bird-cage, λυγοτευχής AP9.562 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1538] ὁ, eigtl. alles aus Binsen Geflochtene; bes. Fischerreuse, ἀγγεῖον σχοινῶδες, ᾧ οἱ ἁλιεῖς χρῶνται, Hesych., wie Schol. Il. 2, 218 u. Tim. lex. Plat.; Plat. vrbt κύρτους καὶ δίκτυα, Soph. 200 c; τῷ τοῦ κύρτου πλέγματι Tim. 79 d, vgl. Legg. VII, 823 e; Sp., ἰχθύων κύρτος Anacr. 56, 27; καὶ τῶν κύρτων τὸ ἀδιέξοδον Luc. de merc. cond. 3; Zenob. 4, 8 sprichwörtlich εὕδοντι κύρτος αἱρεῖ, denn Nachts singen sich darin die Fische. – Auch = Käfig, Vogelbauer, κύρτον λυγοτευχέα ἀφεὶς ψιττακός Crinag. 27 (IX, 562). – Vgl. κύρτη und κυρτός.

Greek (Liddell-Scott)

κύρτος: ὁ, = κύρτη, Σαπφὼ 139, Πλάτ. Σοφιστ. 220C· τῷ τοῦ κύρτου πλέγματι ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 79D· μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κ., μὲ ἁλιευτικοὺς καλάθους ἀγρεύοντας ἡμέραν καὶ νύκτα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 823Ε· κύρτῳ θηρεύειν τούς ἰχθῦς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 4, κτλ. 2) κλωβίον πτηνοῦ, Λατ. cavea, λυγοτευχὴς Ἀνθ. Π. 9. 562.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
nasse de pêcheur.
Étymologie: κυρτός.