λευκοστεφής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκοστεφής''': -ές, ἐστεμμένος μὲ λευκοὺς στεφάνους, ἐπὶ ἱκετηρίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 191, 333. - Καθ’ Ἡσύχ. «λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα». | |lstext='''λευκοστεφής''': -ές, ἐστεμμένος μὲ λευκοὺς στεφάνους, ἐπὶ ἱκετηρίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 191, 333. - Καθ’ Ἡσύχ. «λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />ceint de bandelettes de laine blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[στέφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A white-wreathed, of suppliant boughs, A.Supp.191,334. II λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 35] ές, weiß bekränzt, Aesch. ἱκετηρίαι, Suppl. 188, u. κλάδοι, 329, von den mit weißer Wolle umwundenen Zweigen der Hülfeflehenden.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοστεφής: -ές, ἐστεμμένος μὲ λευκοὺς στεφάνους, ἐπὶ ἱκετηρίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 191, 333. - Καθ’ Ἡσύχ. «λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
ceint de bandelettes de laine blanche.
Étymologie: λευκός, στέφω.