λώτισμα: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λώτισμα''': τό, [[ἄνθος]]: μεταφορ. ὡς τὸ [[ἄνθος]] καὶ [[ἄωτος]], τὸ ὡραιότατον, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον, τὸ ἐξοχώτατον [[μέρος]], γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα Εὐρ. Ἑλ. 1593˙ πρβλ. [[λωτίζομαι]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[λώτισμα]]˙ οἱ πρῶτοι, καὶ ἐπίλεκτοι».
|lstext='''λώτισμα''': τό, [[ἄνθος]]: μεταφορ. ὡς τὸ [[ἄνθος]] καὶ [[ἄωτος]], τὸ ὡραιότατον, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον, τὸ ἐξοχώτατον [[μέρος]], γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα Εὐρ. Ἑλ. 1593˙ πρβλ. [[λωτίζομαι]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[λώτισμα]]˙ οἱ πρῶτοι, καὶ ἐπίλεκτοι».
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />la fleur, <i>càd</i> la partie délicate d’une chose.<br />'''Étymologie:''' [[λωτίζω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λώτισμα Medium diacritics: λώτισμα Low diacritics: λώτισμα Capitals: ΛΩΤΙΣΜΑ
Transliteration A: lṓtisma Transliteration B: lōtisma Transliteration C: lotisma Beta Code: lw/tisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a flower: metaph., like ἄνθος and ἄωτος, the fairest, choicest, best, γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα E.Hel.1593, cf. A.Fr.99.17a.

German (Pape)

[Seite 76] τό, die Blüthe, das Höchste, Schönste in seiner Art, ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα, Eur. Hel. 1609.

Greek (Liddell-Scott)

λώτισμα: τό, ἄνθος: μεταφορ. ὡς τὸ ἄνθος καὶ ἄωτος, τὸ ὡραιότατον, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον, τὸ ἐξοχώτατον μέρος, γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα Εὐρ. Ἑλ. 1593˙ πρβλ. λωτίζομαι. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λώτισμα˙ οἱ πρῶτοι, καὶ ἐπίλεκτοι».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
la fleur, càd la partie délicate d’une chose.
Étymologie: λωτίζω.