λυκαυγής: Difference between revisions
From LSJ
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῠκαυγής''': -ές, (*[[λύκη]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[λυκόφως]] ἢ συμβαίνων κατ’ αὐτό, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 7˙ τὸ λυκαυγές, ἡ [[αὐγή]], «χαραυγή», «τὰ χαράγματα», οὐδ’ [[ἡμέρα]] [[πάνυ]] λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 12, κτλ. | |lstext='''λῠκαυγής''': -ές, (*[[λύκη]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[λυκόφως]] ἢ συμβαίνων κατ’ αὐτό, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 7˙ τὸ λυκαυγές, ἡ [[αὐγή]], «χαραυγή», «τὰ χαράγματα», οὐδ’ [[ἡμέρα]] [[πάνυ]] λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 12, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />crépuscule ; τὸ λυκαυγές le crépuscule.<br />'''Étymologie:''' *λύκη, [[αὐγή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (Λύκη)
A of or at the grey-twilight, Heraclit.All.7; τὸ λ. early dawn, Luc.VH2.12, Agath.4.20, etc.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκαυγής: -ές, (*λύκη) ὁ ἀνήκων εἰς τὸ λυκόφως ἢ συμβαίνων κατ’ αὐτό, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 7˙ τὸ λυκαυγές, ἡ αὐγή, «χαραυγή», «τὰ χαράγματα», οὐδ’ ἡμέρα πάνυ λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 12, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
crépuscule ; τὸ λυκαυγές le crépuscule.
Étymologie: *λύκη, αὐγή.