μαγύδαρις: Difference between revisions
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαγύδαρις''': ἡ, ὁ [[σπόρος]] τοῦ σιλφίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 4· καὶ ἡ [[ῥίζα]] [[αὐτοῦ]], Διοσκ. 3. 94. ΙΙ. ἕτερον φυτὸν διάφορον τοῦ σιλφίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 12. [μᾰγῡδᾰρῐς, Plaut. Rud. 3. 2, 19.] - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μαγύδαρις]]· ὀπὸς σιλφίου. οἱ δὲ ἕτερον τοῦ σιλφίου [[εἶναι]] μανότερον». | |lstext='''μαγύδαρις''': ἡ, ὁ [[σπόρος]] τοῦ σιλφίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 4· καὶ ἡ [[ῥίζα]] [[αὐτοῦ]], Διοσκ. 3. 94. ΙΙ. ἕτερον φυτὸν διάφορον τοῦ σιλφίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 12. [μᾰγῡδᾰρῐς, Plaut. Rud. 3. 2, 19.] - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μαγύδαρις]]· ὀπὸς σιλφίου. οἱ δὲ ἕτερον τοῦ σιλφίου [[εἶναι]] μανότερον». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> racine et graine du laserpitium ([[σίλφιον]]);<br /><b>2</b> plante inconnue.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt prob. à la Libye, ou pê à la Syrie. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A inflorescence of the σίλφιον, Thphr.HP6.3.4; also its seed (or root), Dsc.3.80; also its sap, Hsch. II another plant, distinct from σίλφιον, Prangos ferulacea, Thphr.HP1.6.12, 6.3.7, Dsc. l.c., Gp.2.35.9 (μαγοδ- codd.). [m[acaron]gūd[acaron]r[icaron]s Plaut.Rud.633.]
Greek (Liddell-Scott)
μαγύδαρις: ἡ, ὁ σπόρος τοῦ σιλφίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 4· καὶ ἡ ῥίζα αὐτοῦ, Διοσκ. 3. 94. ΙΙ. ἕτερον φυτὸν διάφορον τοῦ σιλφίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 12. [μᾰγῡδᾰρῐς, Plaut. Rud. 3. 2, 19.] - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαγύδαρις· ὀπὸς σιλφίου. οἱ δὲ ἕτερον τοῦ σιλφίου εἶναι μανότερον».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 racine et graine du laserpitium (σίλφιον);
2 plante inconnue.
Étymologie: DELG emprunt prob. à la Libye, ou pê à la Syrie.