ματᾴζω: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰτᾴζω''': [[ματάω]], ὁμιλῶ ἢ [[πράττω]] ἀνοησίας, ματαιοφρονῶ, Σοφ. Ο. Τ. 891· σπλάγχνα δ’ οὐ ματᾴζει, ἡ καρδία μου δὲν ἀπατᾶται, Αἰσχύλ. Ἀγ. 995. ― Περὶ τοῦ ὑπογραφομένου ι (πρβλ. σφαδᾴζω), ἴδε Ἡρῳδ. π. μον. λέξ. 23, Ἐτυμολ. Μέγ. 737. 22, Piers. εἰς Μοῖρ. σ. 71· τὸ ἀσυναίρ. [[ματαΐζω]] ἀπαντᾷ ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 6. 2, 10 καὶ Σουΐδ., πρβλ. [[ματαϊσμός]]. Ἕτερος [[τύπος]] [[ματαιάζω]] εὕρηται ἐν Ἐπικούρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 67, Λουκ. περὶ Πένθ. 16, Φίλων, κτλ.
|lstext='''μᾰτᾴζω''': [[ματάω]], ὁμιλῶ ἢ [[πράττω]] ἀνοησίας, ματαιοφρονῶ, Σοφ. Ο. Τ. 891· σπλάγχνα δ’ οὐ ματᾴζει, ἡ καρδία μου δὲν ἀπατᾶται, Αἰσχύλ. Ἀγ. 995. ― Περὶ τοῦ ὑπογραφομένου ι (πρβλ. σφαδᾴζω), ἴδε Ἡρῳδ. π. μον. λέξ. 23, Ἐτυμολ. Μέγ. 737. 22, Piers. εἰς Μοῖρ. σ. 71· τὸ ἀσυναίρ. [[ματαΐζω]] ἀπαντᾷ ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 6. 2, 10 καὶ Σουΐδ., πρβλ. [[ματαϊσμός]]. Ἕτερος [[τύπος]] [[ματαιάζω]] εὕρηται ἐν Ἐπικούρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 67, Λουκ. περὶ Πένθ. 16, Φίλων, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=parler <i>ou</i> agir vainement <i>ou</i> sottement.<br />'''Étymologie:''' contr. de [[ματαΐζω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰτᾴζω Medium diacritics: ματᾴζω Low diacritics: ματάζω Capitals: ΜΑΤΑΖΩ
Transliteration A: matā́izō Transliteration B: matazō Transliteration C: matazo Beta Code: mata/|zw

English (LSJ)

   A = ματάω, speak or work folly, S.OT891 (lyr.); σπλάγχνα δ' οὔ τι ματᾴζει my heart is not deceived, A.Ag.995 (lyr.).—On the form cf. Hdn.Gr.2.929, EM737.21:—ματαΐζω, J.BJ6.2.10, Suid. (ματᾴζω is prob. contr. fr. *ματαιΐζω.)

Greek (Liddell-Scott)

μᾰτᾴζω: ματάω, ὁμιλῶ ἢ πράττω ἀνοησίας, ματαιοφρονῶ, Σοφ. Ο. Τ. 891· σπλάγχνα δ’ οὐ ματᾴζει, ἡ καρδία μου δὲν ἀπατᾶται, Αἰσχύλ. Ἀγ. 995. ― Περὶ τοῦ ὑπογραφομένου ι (πρβλ. σφαδᾴζω), ἴδε Ἡρῳδ. π. μον. λέξ. 23, Ἐτυμολ. Μέγ. 737. 22, Piers. εἰς Μοῖρ. σ. 71· τὸ ἀσυναίρ. ματαΐζω ἀπαντᾷ ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 6. 2, 10 καὶ Σουΐδ., πρβλ. ματαϊσμός. Ἕτερος τύπος ματαιάζω εὕρηται ἐν Ἐπικούρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 67, Λουκ. περὶ Πένθ. 16, Φίλων, κτλ.

French (Bailly abrégé)

parler ou agir vainement ou sottement.
Étymologie: contr. de ματαΐζω.