μείλια: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μείλια''': -ίων, τά, ([[μειλίσσω]], [[μείλιχος]]) τὰ μειλίσσοντα, εὐμενῆ ποιοῦντα τὸν ἄνθρωπον, ἰδίως ἐπὶ δώρων, ἐγὼ δ’ ἐπὶ [[μείλια]] δώσω, ἐγὼ δὲ ἐπιδώσω [[μείλια]], δηλ. δῶρα λαμπρά, ἐπὶ προικὸς (ἀλλ. [[ἐπιμείλια]]), Ἰλ. Ι. 147, 289· [[οὕτως]] ἐπὶ παιγνιδίων, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 146. ΙΙ. ἱλαστήρια δῶρα, [[αὐτόθι]] Δ. 1549. ΙΙΙ. σπανίως καθ’ ἑνικόν, [[μείλιον]] ἀπλοίας, τὸ συντελοῦν πρὸς παῦσιν τῆς κακοκαιρίας τῆς κωλυούσης τὸν πλοῦν, Καλλ. εἰς Ἀρτ. 230, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 135, Ἀνθ. Π. 6. 75.
|lstext='''μείλια''': -ίων, τά, ([[μειλίσσω]], [[μείλιχος]]) τὰ μειλίσσοντα, εὐμενῆ ποιοῦντα τὸν ἄνθρωπον, ἰδίως ἐπὶ δώρων, ἐγὼ δ’ ἐπὶ [[μείλια]] δώσω, ἐγὼ δὲ ἐπιδώσω [[μείλια]], δηλ. δῶρα λαμπρά, ἐπὶ προικὸς (ἀλλ. [[ἐπιμείλια]]), Ἰλ. Ι. 147, 289· [[οὕτως]] ἐπὶ παιγνιδίων, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 146. ΙΙ. ἱλαστήρια δῶρα, [[αὐτόθι]] Δ. 1549. ΙΙΙ. σπανίως καθ’ ἑνικόν, [[μείλιον]] ἀπλοίας, τὸ συντελοῦν πρὸς παῦσιν τῆς κακοκαιρίας τῆς κωλυούσης τὸν πλοῦν, Καλλ. εἰς Ἀρτ. 230, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 135, Ἀνθ. Π. 6. 75.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />v. [[μείλιον]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείλια Medium diacritics: μείλια Low diacritics: μείλια Capitals: ΜΕΙΛΙΑ
Transliteration A: meília Transliteration B: meilia Transliteration C: meilia Beta Code: mei/lia

English (LSJ)

τά, (μειλίσσω)

   A soothing things, esp. of gifts, ἐγὼ δ' ἐπὶ μ. δώσω, of a bridal dowry, Il.9.147, cf. 289, Luc.Epigr.2; so of playthings, etc., A.R.3.146: sg., ib.135.    II propitiations, δαίμοσιν . . νόστῳ ἔπι μ. θέσθαι Id.4.1549; of offerings to the dead, BCH36.230 (Rhodes, iii B. C.): rarely in sg., μείλιον ἀπλοΐης charm against storms, Call.Dian.230; offering to a god, AP6.75 (Paul. Sil.).    2 satisfaction, penalty, μ. τείσειν A.R.3.594.

Greek (Liddell-Scott)

μείλια: -ίων, τά, (μειλίσσω, μείλιχος) τὰ μειλίσσοντα, εὐμενῆ ποιοῦντα τὸν ἄνθρωπον, ἰδίως ἐπὶ δώρων, ἐγὼ δ’ ἐπὶ μείλια δώσω, ἐγὼ δὲ ἐπιδώσω μείλια, δηλ. δῶρα λαμπρά, ἐπὶ προικὸς (ἀλλ. ἐπιμείλια), Ἰλ. Ι. 147, 289· οὕτως ἐπὶ παιγνιδίων, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 146. ΙΙ. ἱλαστήρια δῶρα, αὐτόθι Δ. 1549. ΙΙΙ. σπανίως καθ’ ἑνικόν, μείλιον ἀπλοίας, τὸ συντελοῦν πρὸς παῦσιν τῆς κακοκαιρίας τῆς κωλυούσης τὸν πλοῦν, Καλλ. εἰς Ἀρτ. 230, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 135, Ἀνθ. Π. 6. 75.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
v. μείλιον.