μεριστός: Difference between revisions
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεριστός''': -ή, -όν, ὁ μεμερισμένος, Πλάτ. Παρμ. 144D. ΙΙ. [[διαιρετός]], [[αὐτόθι]] 131C, Τίμ. 35Α· μ. ἡ [[ψυχή]] ἢ ἀμερὴς Ἀριστ. π. Ἀν. 1. 1, 6· μ. ὁ [[χρόνος]] εἰς ἄπειρα ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 6. 8, 4· ὅσα μερ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας, ὅσα δύνανται νὰ μερισθῶσι μεταξὺ τῶν λαμβανόντων [[μέρος]] εἰς τὴν πολιτείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 5. 2, 12· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 12. | |lstext='''μεριστός''': -ή, -όν, ὁ μεμερισμένος, Πλάτ. Παρμ. 144D. ΙΙ. [[διαιρετός]], [[αὐτόθι]] 131C, Τίμ. 35Α· μ. ἡ [[ψυχή]] ἢ ἀμερὴς Ἀριστ. π. Ἀν. 1. 1, 6· μ. ὁ [[χρόνος]] εἰς ἄπειρα ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 6. 8, 4· ὅσα μερ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας, ὅσα δύνανται νὰ μερισθῶσι μεταξὺ τῶν λαμβανόντων [[μέρος]] εἰς τὴν πολιτείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 5. 2, 12· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> partagé, divisé;<br /><b>2</b> qu’on peut partager, divisible.<br />'''Étymologie:''' [[μερίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A divided, Pl.Prm.144d; τὸ κατὰ τὰ σώματα μ. Id.Ti.35a; μ. ψυχαί, φύσεις, separate, individual, Jul.Or.4.151c; δημιουργία ib. 144a, Or.5.179b, cf. Plot.1.1.8; ὁ μ. λόγος reason with its inevitable distinctions, Dam.Pr.41. II divisible, Pl.Prm.131c; μ. ψυχὴ ἢ ἀμερής Arist. de An.402b1; ἅπαν [συνεχὲς] εἰς ἄπειρα μ. Id.Ph.239a22, cf. Timo 76; ὅσα μ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας divisible among them, Arist.EN1130b32; τὸ μ. Iamb. Comm.Math.1. Adv. -τῶς Id.Myst.1.18, Porph.Sent.33, Procl.Inst.195.
German (Pape)
[Seite 135] getheilt, theilbar, Plat. Tim. 35 a Parm. 131 c.
Greek (Liddell-Scott)
μεριστός: -ή, -όν, ὁ μεμερισμένος, Πλάτ. Παρμ. 144D. ΙΙ. διαιρετός, αὐτόθι 131C, Τίμ. 35Α· μ. ἡ ψυχή ἢ ἀμερὴς Ἀριστ. π. Ἀν. 1. 1, 6· μ. ὁ χρόνος εἰς ἄπειρα ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 6. 8, 4· ὅσα μερ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας, ὅσα δύνανται νὰ μερισθῶσι μεταξὺ τῶν λαμβανόντων μέρος εἰς τὴν πολιτείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 5. 2, 12· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 partagé, divisé;
2 qu’on peut partager, divisible.
Étymologie: μερίζω.