μεσιτεύω: Difference between revisions
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσῑτεύω''': ἐνεργῶ ὡς [[μεσίτης]], Βάβρ. 39. 2, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· τινί, [[πρός]] τινα, Εὐστ. 1166. 25· μ. ὅρκῳ Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ϛʹ, 17· μεσ. πρὸς Θεὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 8642. 5. 2) μεταφορ., μεσολαβῶ, [[διαπραγματεύομαι]], διάλυσιν μ. Πολύβ. 11. 34, 3· τὰς διαθήκας Διον. Ἁλ. 9. 59. ΙΙ. τηρῶ τὸ [[μέσον]], τὴν μέσην θέσιν, Ἀριστ. π. Φυστ. 1. 4, 3., 1. 5, 2. | |lstext='''μεσῑτεύω''': ἐνεργῶ ὡς [[μεσίτης]], Βάβρ. 39. 2, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· τινί, [[πρός]] τινα, Εὐστ. 1166. 25· μ. ὅρκῳ Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ϛʹ, 17· μεσ. πρὸς Θεὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 8642. 5. 2) μεταφορ., μεσολαβῶ, [[διαπραγματεύομαι]], διάλυσιν μ. Πολύβ. 11. 34, 3· τὰς διαθήκας Διον. Ἁλ. 9. 59. ΙΙ. τηρῶ τὸ [[μέσον]], τὴν μέσην θέσιν, Ἀριστ. π. Φυστ. 1. 4, 3., 1. 5, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=négocier comme médiateur, assurer par son entremise, acc. ; s’entremettre.<br />'''Étymologie:''' [[μεσίτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
A act as arbiter or mediator, J.AJ16.4.3, BGU709.18 (ii A. D.), Babr.39.2, etc.; τισι BGU906.7 (i A. D.), etc.; μ. ὅρκῳ Ep.Hebr.6.17; act as go-between, τῇ Πασιφάῃ πρὸς τὸν ἔρωτα τοῦ ταύρου Eust.1166.25. 2 trans., mediate, negotiate, τὴν διάλυσιν μ. Plb.11.34.3; τὰς συνθήκας OGI437.76 (Pergam., i B. C.), D.H.9.59, D.S.19.71; τὰς διαλλαγάς Nic.Dam.130.29 J. 3 pledge, mortgage property, CPR1.19 (i A. D.), etc. 4 = μεσιδιόω, χειρόγραφον παρά τινι Möller Pap.Berl. Mus.2.11 (Pass., i A. D.), Suid. 5 add as a third constituent, χάλκανθον Zos.Alch.p.113 B. II intr., τὰ χρήματα μ. lies on deposit with a stakeholder, Plb.Fr.183. 2 lie between, μονάδος καὶ δεκάδος Theol.Ar.44.
German (Pape)
[Seite 138] in der Mitte sein, Vermittler sein, N. T.; vermitteln, τὴν διάλυσιν, Pol. 11, 34, 3; D. Sic. 19, 71; D. Hal. 9, 59.
Greek (Liddell-Scott)
μεσῑτεύω: ἐνεργῶ ὡς μεσίτης, Βάβρ. 39. 2, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· τινί, πρός τινα, Εὐστ. 1166. 25· μ. ὅρκῳ Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ϛʹ, 17· μεσ. πρὸς Θεὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 8642. 5. 2) μεταφορ., μεσολαβῶ, διαπραγματεύομαι, διάλυσιν μ. Πολύβ. 11. 34, 3· τὰς διαθήκας Διον. Ἁλ. 9. 59. ΙΙ. τηρῶ τὸ μέσον, τὴν μέσην θέσιν, Ἀριστ. π. Φυστ. 1. 4, 3., 1. 5, 2.
French (Bailly abrégé)
négocier comme médiateur, assurer par son entremise, acc. ; s’entremettre.
Étymologie: μεσίτης.