νεανίευμα: Difference between revisions
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεᾱνίευμα''': τό, νεανική, δηλ. [[εὔτολμος]] ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) [[ἀπερίσκεπτος]] [[πρᾶξις]] ἢ [[λόγος]] [[τοιοῦτος]], Πλάτ. Πολ. 390Α, Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 2, Λουκ., κλ. | |lstext='''νεᾱνίευμα''': τό, νεανική, δηλ. [[εὔτολμος]] ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) [[ἀπερίσκεπτος]] [[πρᾶξις]] ἢ [[λόγος]] [[τοιοῦτος]], Πλάτ. Πολ. 390Α, Λυσ. παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 2, Λουκ., κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />action <i>ou</i> propos de jeune homme, trait d’audace, d’imprudence.<br />'''Étymologie:''' [[νεανιεύομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A youthful, i.e. spirited or (in bad sense) wanton, act or word, Pl.R.390a, Luc. Herm.33, etc.; of an argument, bold attempt, Simp.in Ph.1169.9.
Greek (Liddell-Scott)
νεᾱνίευμα: τό, νεανική, δηλ. εὔτολμος ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) ἀπερίσκεπτος πρᾶξις ἢ λόγος τοιοῦτος, Πλάτ. Πολ. 390Α, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 2, Λουκ., κλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action ou propos de jeune homme, trait d’audace, d’imprudence.
Étymologie: νεανιεύομαι.