νεοτευχής: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεοτευχής''': -ές, = τῷ προηγ., δίφροι Ἰλ. Ε. 194, πρβλ. Θεόκρ 1. 28. | |lstext='''νεοτευχής''': -ές, = τῷ προηγ., δίφροι Ἰλ. Ε. 194, πρβλ. Θεόκρ 1. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[νεότευκτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, = foreg.,
A δίφροι Il.5.194; μοῦσα Tim.Pers.216; κισσύβιον Theoc.1.28.
German (Pape)
[Seite 245] ές, = Vorigem; δίφροι, Il. 5, 194; sp. D., wie Theocr. 1, 28; οἰκία, Crinag. ep. (IX, 560).
Greek (Liddell-Scott)
νεοτευχής: -ές, = τῷ προηγ., δίφροι Ἰλ. Ε. 194, πρβλ. Θεόκρ 1. 28.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. νεότευκτος.