νηπτικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νηπτικός''': -ή, -όν, ὁ νήφειν εἰωθώς, [[νηφάλιος]], [[σώφρων]], Πλούτ. 2. 709Β· - Καθ’ Ἡσύχ.: «νηπτικωτάτην· νήφειν ποιοῦσαν». | |lstext='''νηπτικός''': -ή, -όν, ὁ νήφειν εἰωθώς, [[νηφάλιος]], [[σώφρων]], Πλούτ. 2. 709Β· - Καθ’ Ἡσύχ.: «νηπτικωτάτην· νήφειν ποιοῦσαν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />sobre, tempérant.<br />'''Étymologie:''' [[νήφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A sober, Com.Adesp.1088 (Sup.), Plu.2.709b, Vett.Val.242.18; νηπ-κωτάτην· νήφειν ποιοῦσαν, Hsch. Adv. νηπ-κῶς Vett.Val.179.6, al.
Greek (Liddell-Scott)
νηπτικός: -ή, -όν, ὁ νήφειν εἰωθώς, νηφάλιος, σώφρων, Πλούτ. 2. 709Β· - Καθ’ Ἡσύχ.: «νηπτικωτάτην· νήφειν ποιοῦσαν».
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
sobre, tempérant.
Étymologie: νήφω.