πολύφιλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύφῐλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς φίλους, πολλοῖς [[ἀγαπητός]], Πινδ. Π. 5. 5, Λυσ. 112. 43, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 10, 1, Πολιτικ. 5. 11, 12, κ. ἀλλ. ― Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 235.
|lstext='''πολύφῐλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς φίλους, πολλοῖς [[ἀγαπητός]], Πινδ. Π. 5. 5, Λυσ. 112. 43, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 10, 1, Πολιτικ. 5. 11, 12, κ. ἀλλ. ― Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 235.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup d’amis;<br /><i>Cp.</i> πολυφιλώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φίλος]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφῐλος Medium diacritics: πολύφιλος Low diacritics: πολύφιλος Capitals: ΠΟΛΥΦΙΛΟΣ
Transliteration A: polýphilos Transliteration B: polyphilos Transliteration C: polyfilos Beta Code: polu/filos

English (LSJ)

ον,

   A having many friends, dear to many, Pi.P.5.4, Lys.8.7, Arist.EN1170b23, Rh.1372a13, Him. Or.8.6.

German (Pape)

[Seite 676] Vielen befreundet, viele Freunde habend; vom Reichthum; Pind. P. 5, 4; Lys. 8, 7 u. Sp., wie Luc. Tox. 37.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφῐλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς φίλους, πολλοῖς ἀγαπητός, Πινδ. Π. 5. 5, Λυσ. 112. 43, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 10, 1, Πολιτικ. 5. 11, 12, κ. ἀλλ. ― Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 235.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup d’amis;
Cp. πολυφιλώτερος.
Étymologie: πολύς, φίλος.