ὕπανδρος: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕπανδρος''': -ον, ὑπὸ ἄνδρα, [[ἔγγαμος]], ὑπ. γυναῖκας Πολύβ. 10. 26, 3, Νέα Διαθ., κλπ.· τὰς ὑπάνδρους τῶν γυναικῶν Ἀθήν. 388C· ὕπ. γύναια Πλουτ. Πελοπίδ. 9. ΙΙ. μεταφορ., ἐκτεθηλυμμένος, [[ἄνανδρος]], ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕπ., [[τρόπος]] ζωῆς [[ἄνανδρος]], Διοδ. Ἐκλογ. 520. 39.
|lstext='''ὕπανδρος''': -ον, ὑπὸ ἄνδρα, [[ἔγγαμος]], ὑπ. γυναῖκας Πολύβ. 10. 26, 3, Νέα Διαθ., κλπ.· τὰς ὑπάνδρους τῶν γυναικῶν Ἀθήν. 388C· ὕπ. γύναια Πλουτ. Πελοπίδ. 9. ΙΙ. μεταφορ., ἐκτεθηλυμμένος, [[ἄνανδρος]], ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕπ., [[τρόπος]] ζωῆς [[ἄνανδρος]], Διοδ. Ἐκλογ. 520. 39.
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. f.</i><br />en pouvoir de mari, mariée.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀνήρ]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπανδρος Medium diacritics: ὕπανδρος Low diacritics: ύπανδρος Capitals: ΥΠΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: hýpandros Transliteration B: hypandros Transliteration C: ypandros Beta Code: u(/pandros

English (LSJ)

ον, (ἀνήρ)

   A under a man, subject to him, married, γυνή LXX Nu.5.20, Plb.10.26.3, Ep.Rom.7.2, etc.; τὰς ὑ. τῶν γυναικῶν Polem.Hist.59; ὕ. γύναια Plu.Pel.9.    II feminine, ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕ. a feminine mode of life, D.S.32.10.

Greek (Liddell-Scott)

ὕπανδρος: -ον, ὑπὸ ἄνδρα, ἔγγαμος, ὑπ. γυναῖκας Πολύβ. 10. 26, 3, Νέα Διαθ., κλπ.· τὰς ὑπάνδρους τῶν γυναικῶν Ἀθήν. 388C· ὕπ. γύναια Πλουτ. Πελοπίδ. 9. ΙΙ. μεταφορ., ἐκτεθηλυμμένος, ἄνανδρος, ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕπ., τρόπος ζωῆς ἄνανδρος, Διοδ. Ἐκλογ. 520. 39.

French (Bailly abrégé)

adj. f.
en pouvoir de mari, mariée.
Étymologie: ὑπό, ἀνήρ.