οἰκοφθόρος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰκοφθόρος''': ὁ, ὁ φθείρων, καταστρέφων οἶκον, ἄσωτος, Εὐρ. Ἀποσπ. 1041, Πλάτ. Νόμ. 689D, Διον. Ἁλ. 1. 14· - ὁ ἐξαπατῶν γυναῖκα εἰς ἀσέλγειαν, [[μοιχός]], Σουΐδ. ἐν λ. Ἱλάριος. | |lstext='''οἰκοφθόρος''': ὁ, ὁ φθείρων, καταστρέφων οἶκον, ἄσωτος, Εὐρ. Ἀποσπ. 1041, Πλάτ. Νόμ. 689D, Διον. Ἁλ. 1. 14· - ὁ ἐξαπατῶν γυναῖκα εἰς ἀσέλγειαν, [[μοιχός]], Σουΐδ. ἐν λ. Ἱλάριος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ruine une maison, prodigue;<br /><b>2</b> coupable d’adultère.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[φθείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A one who ruins a house, a prodigal, synonym: φθορόοικος E. Fr.1055, Pl.Lg.689d, Ph.1.311. II seducer, adulterer, PGrenf. 1.53.19 (-φθερ-, iv A.D.), Suid. s.v. Ἱλάριος.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοφθόρος: ὁ, ὁ φθείρων, καταστρέφων οἶκον, ἄσωτος, Εὐρ. Ἀποσπ. 1041, Πλάτ. Νόμ. 689D, Διον. Ἁλ. 1. 14· - ὁ ἐξαπατῶν γυναῖκα εἰς ἀσέλγειαν, μοιχός, Σουΐδ. ἐν λ. Ἱλάριος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ruine une maison, prodigue;
2 coupable d’adultère.
Étymologie: οἶκος, φθείρω.