μοναχός: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονᾰχός''': -ή, -όν, ([[μόνος]]) ὡς καὶ νῦν, [[μόνος]], [[μοναχός]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 9., 12. 2, Διόδ. 2. 58· ― παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφεῦσιν ἐν χρήσει μόνον ἐν τοῖς ἐπιρρημ. τύποις μοναχῇ, -χοῦ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[μοναχός]], ὁ μονάζων, [[καλόγηρος]], Ἀνθ. Π. 11. 384, Ἀθαν. Ι, 532Α, ΙΙ, 865Β, C, Βασίλ. IV, 348Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1350Α, κλ.
|lstext='''μονᾰχός''': -ή, -όν, ([[μόνος]]) ὡς καὶ νῦν, [[μόνος]], [[μοναχός]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 9., 12. 2, Διόδ. 2. 58· ― παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφεῦσιν ἐν χρήσει μόνον ἐν τοῖς ἐπιρρημ. τύποις μοναχῇ, -χοῦ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[μοναχός]], ὁ μονάζων, [[καλόγηρος]], Ἀνθ. Π. 11. 384, Ἀθαν. Ι, 532Α, ΙΙ, 865Β, C, Βασίλ. IV, 348Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1350Α, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />seul, unique, simple.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονᾰχός Medium diacritics: μοναχός Low diacritics: μοναχός Capitals: ΜΟΝΑΧΟΣ
Transliteration A: monachós Transliteration B: monachos Transliteration C: monachos Beta Code: monaxo/s

English (LSJ)

ή, όν, (μόνος)

   A unique, Arist.Metaph.1040a29; στερεὰ μ. a single set of solids, ib.1076b29; ὅσα μ. ἔχει συμφωνίαν Epicur.Ep.2p.36U.; τὰ σπλάγχνα ἔχειν μ. D.S.2.58, cf. Apollod.Poliorc.181.10; μ. τέκνα only children, Ptol.Tetr.190; τὰ μ. individual cases, Phld.Sign.14, al.; τὸ μ. uniqueness, Plot.6.8.7. Adv. -χῶς Epicur.Ep.1p.30U.    2 solitary, deserted, μοναχῷ ἐνὶ rure Κρεβέννου Aus.Ep.8.23.    3 of legal documents, executed in a single copy, BGU13.16 (iii A. D.), etc. Adv. -χῶς Sammelb.5810.20 (iv A. D.).    II Subst., monk, AP11.384 (Pall.), Procop.Pers.1.7.

German (Pape)

[Seite 202] einzeln; Arist. metaphys. 6 p. 160, 15; D. Sic. 2, 58; bes. allein lebend, Sp., daher ὁ μοναχός = der Mönch, K. S. – Adv., Arist. oft und Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μονᾰχός: -ή, -όν, (μόνος) ὡς καὶ νῦν, μόνος, μοναχός, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 9., 12. 2, Διόδ. 2. 58· ― παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφεῦσιν ἐν χρήσει μόνον ἐν τοῖς ἐπιρρημ. τύποις μοναχῇ, -χοῦ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μοναχός, ὁ μονάζων, καλόγηρος, Ἀνθ. Π. 11. 384, Ἀθαν. Ι, 532Α, ΙΙ, 865Β, C, Βασίλ. IV, 348Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1350Α, κλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
seul, unique, simple.
Étymologie: μόνος.