πιστάκη: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πιστάκη''': [ᾰ], ἡ, τὸ [[δένδρον]] τὸ παράγον τὰ πιστάκια ἢ φιστίκια· [[ὡσαύτως]] ὁ καρπός, Ἀλκίφρων 1. 22· ― πιστάκια, ων, τά, ὁ [[καρπὸς]] τῆς πιστάκης, Διοσκ. 177, Νικ. Θηρ. 891· φέρεται καὶ βιστάκια, φιστάκια, ἴδε Ἀθήν. 649C κἑξ.· [[ψιττάκια]] Γεωπ. 10. 12. | |lstext='''πιστάκη''': [ᾰ], ἡ, τὸ [[δένδρον]] τὸ παράγον τὰ πιστάκια ἢ φιστίκια· [[ὡσαύτως]] ὁ καρπός, Ἀλκίφρων 1. 22· ― πιστάκια, ων, τά, ὁ [[καρπὸς]] τῆς πιστάκης, Διοσκ. 177, Νικ. Θηρ. 891· φέρεται καὶ βιστάκια, φιστάκια, ἴδε Ἀθήν. 649C κἑξ.· [[ψιττάκια]] Γεωπ. 10. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />pistachier, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt oriental d’origine inconnue, cf. <i>persan</i> pista. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A pistachio-tree, Pistacia vera, Alciphr.1.22.
German (Pape)
[Seite 619] ἡ, der Pistazienbaum, Alciphr. 1, 22.
Greek (Liddell-Scott)
πιστάκη: [ᾰ], ἡ, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὰ πιστάκια ἢ φιστίκια· ὡσαύτως ὁ καρπός, Ἀλκίφρων 1. 22· ― πιστάκια, ων, τά, ὁ καρπὸς τῆς πιστάκης, Διοσκ. 177, Νικ. Θηρ. 891· φέρεται καὶ βιστάκια, φιστάκια, ἴδε Ἀθήν. 649C κἑξ.· ψιττάκια Γεωπ. 10. 12.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
pistachier, arbre.
Étymologie: DELG emprunt oriental d’origine inconnue, cf. persan pista.