σήθω: Difference between revisions

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σήθω''': (περὶ τοῦ ἐνεστ. ἴδε ἀπο-[[σήθω]])· ἀόρ. μετοχ. σήσας Ἱππ. 614. 53. - Παθητ., ἀόρ. ἐσήσθην ἢ ἐσήθην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4, καὶ μηνομνεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· πρκμ. σέσησμαι ἢ σέσησμαι Ἱππ. 491. 1., 533. 44. Κοσκινίζω.
|lstext='''σήθω''': (περὶ τοῦ ἐνεστ. ἴδε ἀπο-[[σήθω]])· ἀόρ. μετοχ. σήσας Ἱππ. 614. 53. - Παθητ., ἀόρ. ἐσήσθην ἢ ἐσήθην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4, καὶ μηνομνεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· πρκμ. σέσησμαι ἢ σέσησμαι Ἱππ. 491. 1., 533. 44. Κοσκινίζω.
}}
{{bailly
|btext=tamiser, filtrer.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[διαττάω]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σήθω Medium diacritics: σήθω Low diacritics: σήθω Capitals: ΣΗΘΩ
Transliteration A: sḗthō Transliteration B: sēthō Transliteration C: sitho Beta Code: sh/qw

English (LSJ)

PCair.Zen.761.3,4 (iii B.C.), Asclep. ap. Gal.13.244,342, BGU952.2 (ii/iii A.D.): aor. part.

   A σήσας Hp.Mul.1.64:—Pass., aor. ἐσήσθην or ἐσήθην, Aret.CA1.4, Gp.3.7.2 (interpol. in Dsc.2.96): pf. σέσησμαι Hp.Morb.3.11, Int.3, Nat.Mul.34, Dsc.1.68; cf. ἐττημένος (also ἐσσημένος Inscr.Délos 500 A9 (iii B.C.)):—sift, bolt, ll.cc.

German (Pape)

[Seite 873] sieben, sichten, durchsieben, durchbeuteln; θάλασσαν δικτύοις, Sp.; übh. schütteln, rütteln, Lob. Phryn. p. 151; Her. hat σῶσι von σάω.

Greek (Liddell-Scott)

σήθω: (περὶ τοῦ ἐνεστ. ἴδε ἀπο-σήθω)· ἀόρ. μετοχ. σήσας Ἱππ. 614. 53. - Παθητ., ἀόρ. ἐσήσθην ἢ ἐσήθην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4, καὶ μηνομνεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· πρκμ. σέσησμαι ἢ σέσησμαι Ἱππ. 491. 1., 533. 44. Κοσκινίζω.

French (Bailly abrégé)

tamiser, filtrer.
Étymologie: DELG v. διαττάω.