οἰκωφελής: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰκωφελής''': -ές, ([[ὀφέλλω]]) ὁ αὐξάνων, προάγων τὸν οἶκον, γυναιξὶν [[πόνος]] οἰκωφελέεσσιν, ταῖς διὰ φρονήσεως αὐξούσαις καὶ προαγούσαις τὸν οἶκον, Θεόκρ. 28. 2 [[ἔνθα]] νῦν: γυναιξίν, [[νόος]] οἰκωφελίας. - Ἐπίρρ. -λῶς, Δίων Κ. 56. 7. | |lstext='''οἰκωφελής''': -ές, ([[ὀφέλλω]]) ὁ αὐξάνων, προάγων τὸν οἶκον, γυναιξὶν [[πόνος]] οἰκωφελέεσσιν, ταῖς διὰ φρονήσεως αὐξούσαις καὶ προαγούσαις τὸν οἶκον, Θεόκρ. 28. 2 [[ἔνθα]] νῦν: γυναιξίν, [[νόος]] οἰκωφελίας. - Ἐπίρρ. -λῶς, Δίων Κ. 56. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui est un bien pour une maison.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[ὀφέλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A beneficial to the house, only in Adv. -λῶς D.C.56.7.
German (Pape)
[Seite 304] ές, dem Hause nützlich, wirthlich, Theocr. 28, 2. – Adv. οἰκωφελῶς, D. C. 56, 7.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκωφελής: -ές, (ὀφέλλω) ὁ αὐξάνων, προάγων τὸν οἶκον, γυναιξὶν πόνος οἰκωφελέεσσιν, ταῖς διὰ φρονήσεως αὐξούσαις καὶ προαγούσαις τὸν οἶκον, Θεόκρ. 28. 2 ἔνθα νῦν: γυναιξίν, νόος οἰκωφελίας. - Ἐπίρρ. -λῶς, Δίων Κ. 56. 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui est un bien pour une maison.
Étymologie: οἶκος, ὀφέλλω.